28
Jul 14

Μάππα

Εμεγάλωσα σε ένα σπίτι Ομονοιάτικο. Ο παπάς μου έσιει τέσσερα αδέρφκια. Ούλλοι Ομονοιάτες. Τζαι οι ανιψιούες μου, θυμούμαι ότι ήταν πάντα με τα σιάλλια της Ομόνοιας, με τες φανέλλες τες πράσινες με το τριφύλλι τζαι τις άσπρες γραμμές στα μανίτζια.

Οι αρφούες μου, τζαι τζείνες με την Ομόνοια. Στα κρεβάθκια μας, αυτοκόλλητα του Καϊάφα, του Μίτσινετς τζαι του Πέτσα. Στα τραπέζια τα οικογενειακά, εβάλλαν με οι θκιούες μου τζαι ετραούδουν τους το «Εμπρός Ομόνοια, για νέες νίκες πάμε» τζαι εδιούσαν μου τσιφτέ να παίξω μηχανούες. Ακόμα τζαι σήμερα, που δεν ασχολούμαι με την μάππα τζαι δεν έχω ιδέα, ούτε ποιοι παίζουν, ούτε ποια θέση εν η Ομόνοια, άμα με ρωτήσει κανένας, λαλώ ότι αρέσκει μου η Ομόνοια.

Η πρώτη φορά που επήα μάππα, ήταν στα τέλη τις δεκαετίας του ’80. Έπαιζεν η Ομόνοια με τον Ολυμπιακό, στο παλιό ΓΣΠ. Με τον ήλιο τον καλοτζιαιρινό να κρούζει την κκελλέ μου, επειδή τα ματς εγίνουνταν μεσημέρι. Με τες φωνές τον παιχτών, τζαι κάτι θυμοθκιάρηες γέρους που εσηκώνουνταν πάνω τζαι εφωνάζαν άμα κανένας παίχτης έχαννε την μάππαν.

Εγόρασεν μου ο παπάς μου πόμπα, τυλιμένη μες την λαδόκολλα. Εμείναν μου παραπάνω οι μυρωθκιές τζαι η αίσθηση που μου εδίαν το περιβάλλον, παρά το ίδιο το ματς. Ούτε πόσα-πόσα ετέλειωσεν δεν θυμούμαι. Στο νου μου έχω τον παπά μου σε κάποια φάση να σηκώνεται που την κερκίδα τζαι να φωνάζει «κόουλ», να χαμογελά τζαι να χειροκροτά μαζί με τους υπόλοιπους οπαδούς. Ετέλειωσεν η μάππα τζαι μετά που εφεύκαμε, εσταθήκαμε στην σειρά να πιάμε σάντουιτς τζαι κόκα – κόλα που τον Γιαπανά τζαι να πάμε σπίτι. Ήταν σαν να τζιαι επήαμε σινεμά.

Στο σχολείο, οι παραπάνω μου συμμαθητές ήταν με το ΑΠΟΕΛ. Θυμούμαι κάποιαν περίοδο η Ομόνοια έτρωέν τες συνέχεια τζαι έτρωα πολλύν περιπαίξιμο. Άμα εχωριζούμαστε να παίξουμε μάππα το διάλειμμα εν με επιάνναν επειδή είμαι Ομονοιάτης, άρα εν είμαι καλός επειδή τρώει τες συνέχεια η ομάδα μου. Με τον τζαιρό, άρκεψε τζαι το σοβαρό το πείραγμα.

Οι ΑΠΟΕΛίστες που εθέλαν τζαι εμπορούσαν να επιβάλουν την γνώμη τους, λόγω του σωματότυπού τους, εγίναν πρόβλημα σε κάποια φάση. Εβαρέθηκα να μου κλώννουν το σιέριν μου ώσπου να πω ΑΠΟΕΛ τζαι να μου βάλλουν κλάππες πας την βεράντα. Εβρέθηκα στην μέση μιας αντιπαράθεσης που δεν με έκοφτεν τζαι που δεν είσιεν νόημα να εκφέρω γνώμη.

Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά, εσταμάτησα να ασχολούμαι με την μάππα τζαι άφηκα τους συμμαθητές μου να τσακκώνουνται μεταξύ τους για το ποιος εν ο καλύτερος παίχτης, ο Ξιούρουππας ή ο Ιωάννου. Με τα γεγονότα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στα γήπεδά μας, εκατάλαβα ότι καλά έκαμα τζαι επαρέτησά τους. Όπως φαίνεται, τα κωλόπαιδα που εκλώνναν σιέρκα πριν 20 χρόνια, τωρά μαστουρώννουν, σύρνουν πέτρες τζαι φκάλλουν μάθκια.


20
Jul 14

Φοιτητής

Η αίθουσα που εκάμναμεν το μάθημα ήταν αποπνιχτικά ζεστή. Τούτον το πράμα με την Κύπρο, που το μισώ τζαι άμα λείπω πεθυμώ το. Μόλις ξεμουττίσει ο Μάρτης, αρκέφκουν οι πυράες. Ο κόσμος τζαι οι διαδικασίες συνεχίζουν να λειτουργούν σαν να τζαι εν έφυεν ποττέ ο Γεννάρης. Θερμάνσεις, θερμαντικές τζαι θέρμιτρον δουλεύκουν κανονικά, ενώ ο ήλιος έξω ξεκινά να δείχνει τα δόντια του. Κάποιος εννά ενόμιζε ότι μετά που τόσα χρόνια σε τούτον το νησί εννά εμαθθαίνναμε τα χούγια του τζαιρού τζαι εννά είμαστε έτοιμοι να προσαρμοστούμε χωρίς προειδοποίηση.

Εφκήκα έξω τζαι εκοντοστάθηκα δίπλα στην είσοδο. Ο ήλιος εκέντρισε το ένα μου μάτι τζαι ανάγκασέ με να το κλείσω. Εδίκλησα που τη δεξιά μου πλευρά τζαι είδα τον εαυτό μου στη γυάλινη τζαμαρία. «Άμα κλείω τα μμάθκια μου σφιχτά, φαίνουνται οι ρυτίδες μου» εσκέφτηκα τζαι έκαμα να χαμογελάσω, όι που χαρά, αλλά για να νιώσω τες βούτσιες μου που αρκέψαν να σκλερινίσκουν.

Εφύσαν έναν αερούι δροσερό. Ποτζείνα που τα εξέχασεν ο σιειμώνας πίσω του τζαι περιφέρουνται ανάμεσά μας απεγνωσμένα προσπαθώντας να τον έβρουν. Όπως τα στρουφούθκια που εχάσαν τη μάναν τους. Ετσουλλόκατσα τζαι εκούμπησα τη ράσιη μου στον τοίχο. Οι φοιτητές τζαι οι φοιτήτριες να μπαίννουν τζαι να φκαίννουν στην είσοδο μπροστά μου. Φωνές, αστεία, παράπονα. Μια συνεχής ροή ανθρώπων να μπαιννοφκαίννει, σαν να τζαι εν εσταμάτησε ποττέ που τον τζαιρό που ήμουν εγώ δαμαί.
«Αλλάξαν οι φοιτητές, οι συνήθειές τους. Έν’ άλλα πλάσματα τούτα που παν τζαι έρκουνται. Ο φοιτητής του σήμερα δεν είναι καν που το ίδιο σύμπαν με τον φοιτητή που ήμουν εγώ», εσκέφτηκα τζαι εμελαγχόλησα λλίο.

Έχουν μια περίεργη γοητεία τα κολλέγια τζαι τα πανεπιστήμια. Όσον χρονών τζαι να γίνεις, πάλε άμα μπεις μέσα νιώθεις φοιτητής. Βασικά έρκουνται στον νου σου ξανά οι ανασφάλειες που ένιωθες τότε, τα συναισθήματα άμα θωρείς τους διάφορους χαρακτήρες γυρώ σου. Οι ωραίες γκόμενες που εν θα τους μιλήσεις ποττέ, οι νέρντουλλες σε μια γωνιά να μιλούν για την τεχνολογία, η παρέα που παίζει πιλόττα όπως τον πίνακα με τους σιύλλους που παίζουν χαρτιά τζαι κάποιοι που μαλλώννουν για την μάππα.

Μια άλλη διάσταση της ζωής, που ξεχάννεις όσο μεγαλώνεις. Τζαι άμα βρεθείς τζιαμαί ζηλεύκεις τους φοιτητές. Επειδή είτε εν πολλά αφελείς για να καταλάβουν τι τους περιμένει έξω που το πανεπιστήμιο είτε εν πολλά εγωιστές για να το δεχτούν.Θυμάσαι που εκάθεσουν στον ήλιο τζαι ελάλες ότι εννά πάεις, εννά γυρίσεις, εννά κάμεις, εννά φκιάσεις. Εννά πιάεις τον κόσμο που τα μαλλιά τζαι να γονατίσεις πάνω του για να τον γυρίσεις, να τον κάμεις όπως θέλεις. Τριανταρίζεις, ο ήλιος έν’ ο ίδιος τζαι εσύ ακόμα κάθεσαι που κάτω τζαι καρτεράς. Τζιαι γι’ αυτό ζηλεύκεις τους φοιτητές. Επειδή νομίζεις ότι αν εξαναείσιες την ευκαιρία, μπορεί να το έκαμνες διαφορετικά.


15
Jul 14

Θέκλα

Στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Μια χαλασμένη διπλή φλορέντζα αναβόσβηνε ρυθμικά, αφήνοντας σε κάθε νότα έναν περίεργο ψιλό ήχο. Κάποια άταχτα μωρά επαιρνούσαν τρέχοντας που μπροστά της ανά τακτά διαστήματα.
Ο άντρας της, καθισμένος πλάι της, εμουρμουρούσε. «Εν ιμπόρω», «Εννά πεθάνω». Άμα ελείφκαν οι κουβέντες, εκούγκαν όπως τη λεχούσα που πονεί τα μητρικά της. «Έι ολάν, Γιωρκή, εν κρυολόγημα καλέ μου, μεν σαλαβατάς τζαι εννά έρτει η σειρά σου, πόμεινε».
Χαβάν ο Γιωρκής. Άχχα, βάχχα, επελλάνισκεν τους τόπους. Ελάλεν της η μάνα της ότι οι αρσενιτζιοί άμα πονήσουν το νύσιι τους ππέφτουν μες στα σεντόνια. Ο Γιωρκής, όμως, ήταν η ζωντανή απόδειξη. Υποχόνδριος, φοητσιάρης. Γέρος.
Εποφύσισεν τζαι με μια κίνηση εσηκώθηκε να ξεμουθκιάσει. «Θέλεις να σου φέρω κανένα νερό να δροσιστείς;». Πριν να της απαντήσει, είπεν του «Εννά φέρω επειδή θέλω τζαι εγώ να πιω, αν έρτει η σειρά σου, φώναξε μου, εννά είμαι τζαμαί στη μηχανή».
Έστρωσε την καρό μαύρη με γκρίζο φούστα της, περνώντας τα χέρια πάνω στες πλέττες. Πριν κάμει δέκα βήματα, άκουσε μια φωνή «Κυρία Θέκλα;». Στο δημοτικό που εδίδασκε, ακόμα τζαι οι συναδέλφοί της εφωνάζαν την Κυρία. Όπως πάντα αγέλαστη τζαι αυστηρή. Εγύρισε να δει ποιος τη φωνάζει.
Ένας γιατρός έπιασέν της το σιέρι της. «Κυρία Θέκλα, θυμάσαι με;», είπε. Ήταν σίουρη ότι ήταν μαθητής της. «Θυμούμαι σε, γιέ μου», είπεν του. «Θύμισ’ μου το όνομά σου;». «Ο Σωτήρης, Κυρία». «Μάλιστα, ο Σωτήρης».
Μια αμήχανη σιωπή για πέντε-δέκα δευτερόλεπτα. «Περιμένετε στη σειρά για να σας δουν;», είπεν της. «Όι, γιέ μου, ήρτα για τον άντρα μου», απάντησε, τζαι χαμογελώντας ελαφρά εσυνέχισε τον δρόμο της για το ψυγείο.
«Κυρία Θέκλα», εξαναείπεν ο γιατρός. «Μια φορά στην τρίτη δημοτικού. Ήρτεν ο φωτογράφος στο σχολείο. Έκαμνε μας μάθημα, θυμάσαι». Έμεινε να τον θωρεί, φανερά συγχυσμένη. Πριν προλάβει να του απαντήσει ο γιατρός εσυνέχισε, «Πού να θυμάσαι, έσιει τριάντα χρόνια. Εβούρουν να πάω να φκάλω φωτογραφία τζαι εκουτσούφλησα πας στην κάμερα του φωτογράφου. Θυμούμαι ότι ήρτες τζαι εσήκωσες με τζαι πριν προλάβω να μιλήσω εβουζούνισες μου έναν πάτσο μες στα μμάθκια».
Η Θέκλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
«Στη φωτογραφία ήμουν εγώ, ο Αντρέας τζαι ο Αχιλλέας. Οι θκυο τους εγελούσαν. Εμέναν τα μμάθκια μου ήταν κλαμουρισμένα τζαι η βούκκα μου ολοκότσινη. Για κάποιον λόγο η μάνα μου εθεώρησε σωστό ότι τούτη η φωτογραφία έπρεπε να εν φάτσα κάρτα στο σύνθετο του σαλονιού. Κάθε μέρα έβλεπα την τζαι εδιερωτούμουν αν άξιζα τζείνον τον πάτσο».
Η Θέκλα εξεροκατάπιε. Έκαμε να του πεί «Λεβέντη μου, εγώ…». «Άφηστο, Κυρία Θέκλα. Έθελα απλά να δω αν είσαι εσύ, εν τζαι έθελα να σε κάμω να μαραζώσεις».
Εχάδεψέν της το γερασμένο της μάγουλο, εχαμογέλασε τζαι χωρίς να πει λέξη επροχώρησε προς την αίθουσα αναμονής. «Το νούμερο 54, Κύριος Πέτρου. Ο Κύριος Πέτρου έχει σειρά». Είδε τον Σωτήρη να βοηθά τον άντρα της να σηκωθεί που την καρέκλα για να τον εξετάσει.


01
Jul 14

Φυλακή

«Έφας με τζαι κατάλυσες με, ρε πορνόγερε. Σαρανταπέντε χρόνια, έφκαλες μου την ψυσιή μου, να πεθάνω να πάω στ’ ανάθθεμα να ησυχάσω που λλόου σου τζαι να σε αφήκω να σε φαν οι ποντιτζοί». Σαν του εμίλαν, εφάκκαν το σινί μες στην βούρνα τζαι έτριφεν με το ττέλλι τες μίλλες να ξικολλίσουν. Ευτυχώς που ήταν αλουμινένιο το σινί γιατί αν ήταν τρόπος είσιεν να τρίφει τον άντρα της να τον ξηπετσίσει που τα νεύρα της. Φοητσιασμένος, αμήχανος τζαι προσπαθώντας να κρατήσει μια ψύχραιμη στάση είπε «Μα είνταμ’ που σου έκαμα μάνα μου τζαι φωνάζεις τωρά; Άφησ’ τα πιάτα τζαι έλα να συντύχουμε».

Προσπαθώντας να επιβάλει την αντρική του παρουσία στο δωμάτιο, εγύρισε την καρέκλα πλάγια τζαι εκούμπισε τον ώμο του στην τζεφαλαρκά. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, έφκαλε την πατερημίν τζαι εδιάταξε με αβεβαιότητα: «Άτε, ψήσε θκυο καφέδες τζαι έλα κάτσε δαμαί μιτά μου να συντύχουμε».

Όπως εγύρισε να τον δει, έσυρε του με ούλλη της την δύναμη το ττέλλι των πιάτων. «Έν’ την κκελλέ σου που έννα σου σσίσω οξά έννα σου ψήσω τζαι καφέ», ετσιρίλλισε. Εκοτσίνισε το πρόσωπο της τζαι τα μαλλιά της εππέσαν μες στα μούτρα της. Εσκούπισε τα σιέρκα της πας την κλαδωτή ποθκιά, που είσιεν ράψει μόνη της που ένα παλιό νεανικό της φόρεμα. Βιαστικά, επλησίασε τον άντρα της τζαι έσσυψε να μαζέψει το ττελλούι.

Έπιασε την που το μπράτσο τζαι έσφιξε την. Τα βλέμματα τους εσμίξαν τζαι εδημιουργήσαν ηλεκτρικό πεδίο μεταξύ τους. Μμάθκια γεμάτα θυμό, απογοήτευση, που κρύφκουν σσιλιάες μηνύματα, μέσα στις κόρες τζαι στα χρώματα που πάλλονται ακανόνιστα τζαι νεκατώννουνται όπως τες κουφάες μες στον λάκκο.

Ψιθυριστά τζαι ήρεμα είπε της «μεν γελαστείς να μου ξανασύρεις τίποτε». «Γιατί;» εφώναξε τζείνη τζαι ετράβησε το σιέρι της σπρώχνοντας μακριά. Τζείνο το γιατί. Επεράσαν πολλές σκέψεις που τον νου του. Όχι μόνο τωρά, τζαι σε άλλους καφκάες. Ποττέ εν εμπόρεσε να τελειώσει τούτη την πρόταση. «Γιατί έννα σε δέρω!», «Γιατί έννα φύω να σε αφήκω!», «Γιατί έννα τα σπάσω ούλλα δαμέσα!». Ποττέ εν απάντησε τούτο το γιατί, το προκλητικό. Το γιατί που εξίντυννε που πάνω του ούλλη την μαγκιά, τον αντρισμό του.

«Έν’ με το αβρατινί, σιχτιμινί κόρη μου; Εκαταντήσαμε να μεν μπορούμε να πούμε μια κουβέντα σιόρ! Είντα εφουτουνιάστηκες σαν ήταν ο κουμπάρος δαμαί», είπεν της, εσηκώθηκε πάνω, άνοιξε τα σιέρκα του επικαλούμενος τους ουρανούς τζαι έδεισε τα φρύθκια του.
«Άλλο μιαν κουβέντα, τζαι άλλο να συναγλύφεσαι όπως τον κάττο τζαι να γλυκοθωρείς τες ζάμπες της κόρης του κουμπάρου. Έν’ μωρό ρε, ‘εν’ μωρό, εμπορούσε να εν αγγόνισσα σου ρε, πόρνε».

Εγεμώσαν τα μμάθκια της. Έφκαλεν την ποθκιά, εμάτσιασε την τζαι έφερε την κοντά στο πρόσωπο της. Έχασε για μια στιγμή την ισορροπία της τζαι εκούμπησε στον παραστατό της πόρτας. Άρκεψε να νεκαλλιέται «Έσπασες με ρε…έσπασες με…». Έκατσε χαμαί, τζαι όπως το φτερούγισμα που φεύκει εμουρμούρισε: «Εγέρασες με ρε…».


26
Jun 14

G3

Την ώρα που με έπιασεν η γενέκα μου τηλέφωνο ήμουν δουλειά.

«Κάτι σοβαρό εσυνέβηκε, πρέπει να μιλήσουμε» είπε μου, τζαι η φωνή της ήταν φτανή τζαι έτρεμε. Ίσια εκοπήκαν τα πόθκια μου. «Χριστέ μου, το μωρό εσκέφτηκα»

Έκατσα στον καναπέ, στην είσοδο του γραφείου, εν με ενδιέφερε αν θα με άκουε κανένας, ας ελαλούσαν ότι εθέλαν, τζαι αν ενοχλήτουν κάποιος, ας έπιννε ξύδι να του περάσει. «Τι έγινε» ερώτησα «τι επάθετε;»

«Άκουσα πυροβολισμούς» είπε μου τζαι εκατάλαβα ότι εγεμώσαν τα μάθκια της. «Άκουσα πυροβολισμούς.» επανέλαβε τζαι επροσπάθησε να ισιώσει την φωνή της τζαι να συνάξει όση λογική της είσιεν απομείνει. «Κάποιος έπαιξε την οικογένεια του μες το χωράφι απέναντι. Την γενέκα του, τα μωρά του. Έπαιξε τους τζαι μετά επαίχτηκεν.»

«Το μωρό μας εν καλά;» ερώτησα. Η φυσική αντίδραση, κάθε γονιού, μόλις ακούσει ότι κάτι κακό εσυνέβηκε, οπουδήποτε. Να ρωτήσει αν εν καλά το κοπελλούι του. «Εν καλά το μωρό, εν καλά. Εν κάτω με την γιαγιά.» απάντησε μου.

«Έρκουμαι» είπα τζαι έκλεισα το τηλέφωνο. Εσύναξα τα πράματα που το γραφείο, είπα θκυό κουβέντες μισές του μάστρου μου. Ούτε καν θυμούμαι πως το εξήγησα, πως το είπα. «Κάτι έγινε σοβαρό, πρέπει να φύω, κάποιος επαίχτηκε έξω που το σπίτι μας.»

Ο νούς μου εζόφφωσεν, όπως το τζιάμι αυτοκινήτου, τα πρωινά του σιειμώνα. Οδήγουν όπως τον πελλό, έβαλλα τα με τον κόσμο που εκαθυστερούσε. Όσον το εσκέφτουμουν, παραπάνω με επείραζε. Έξερα ότι οι δικοί μου εν εντάξει, αλλά εν εμπορούσα να αποδεχτώ ότι κάποιος άνθρωπος εσύκωσε το όπλο τζαι έπαιξεν ένα μωρό. Το μωρό του.

Έθελα να το εξηγήσω, να δώκω μια λογική εξήγηση, τουλάχιστον να έβρω μια ελπίδα, να την δώ με τα μάθκια μου. Εν γίνεται να εφτάσαμε ως δαμέ.

Τζαι όμως γίνεται. Πάντα εγίνετουν, απλά εγίνετουν μακριά μας τζαι εθωρούσαμεν το που νέα τζαι μετά εσυνεχίζαμεν την ζωή μας. Τωρά που εν δίπλα μας, έξω πόσσω μας; Στο χωράφι που παίζουν τα κοπελλούθκια μας;

Εκόντεψα στην σκηνή τζαι άκουσα τους γείτονες να διούν τες δικές τους ερμηνείες. Μεσήλικες σε ρόλο συντονιστή, που εξηγούσαν σε ούλλους το τι εσυνέβηκε τζαι τες τραγικές λεπτομέρειες. Εικοσάριες που το επήραν στο αστείο τζαι εκάμναν πασιαμά, ίσως επειδή η ηλικία επιβάλλει τους να το παίζουν σκληροί τζαι ωραίοι τζαι ότι εν τους επηρεάζει τίποτε. Κοτζιάκαρες που ερωτούσαν ποιος ένει, τζαι τείνος ένει, τζαι επροσπαθούσαν να ανακαλύψουν αν εν συγγενείς με κάποιον που ξέρουν.

Μια σακκούλλα εξεπρόβαλλε που το καντούνι τζαι στο χωράφι εστήσαν ένα φράχτη με πράσινο ττέλλι. Αστυνομία παντού, θόρυβος, γνώμες. Εγεμώσαν τα μμάθκια μου, εφκιέρωσεν η ψυσιή μου, εμούθκιασεν ο νούς μου. Εν ξερώ αν μπορώ να ξεμουθκιάσω.