ΙΚΕΑ

Είχα μια δουλειά στο εμπορικό κέντρο Σιακόλα κάποιο πρωινό της προηγούμενης εβδομάδας. Επήα λοιπόν τζ’αι έκατσα μέσα στο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του ΙΚΕΑ τζ’αι επερίμενα να γίνει 9 για να κάμω τη δουλειά που είχα.
Ήμουν τζ’αμαί που τες 8:20 περίπου. Τέθκοιες στιγμές τζ’υνηώ τες. Ειδικά τα πρωινά, άμα είμαι μόνος μου κάπου έξω, γουστάρω πολλά. Εν σαν να τζ’αι εβούρησα τζ’αι επρόλαβα την πρώτη θέση στην προβολή της μέρας. Για λλίην ώρα, ώσπου να σηκωθούν ούλλοι τζ’αι να αρκέψουν να συνάουνται, ο χώρος εν δικός μου.
Δικός μου να απολαύσω τη μουσική μου, το σάντουιτς μου, τον καφέ μου. Να κάμω μια παύση που τη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Έλα όμως που μόλις εγλύκανε λλίο το στόμα μου που τη μαρμελάδα φράουλα του προγεύματός μου, είδα μια κυρία να πααίννει να στέκεται μπροστά που την κλειστή πόρτα του ΙΚΕΑ. Εστάθηκε με το πρόσωπο να θωρεί την κλειστή πόρτα τζ’αι πίσω της την απόλυτη ερημιά.
Ήταν μια μεγάλη σε ηλικία κυρία. Εφορούσε μια καμπαρτίνα μπεζ, με τυπωμένα ακανόνιστα σχέδια τζ’αι κολλάρο με γούννα. Μαλλιά αραιά που την ηλικία, αλλά περιποιημένα, μαύρα τζ’αι φουντωτά. Σκούρα, στρογγυλά, μεγάλα γυαλιά, σαν της Ωνάση, με χρυσή, σκαλιστή διακόσμηση στα στηρίγματα. Γενικά ήταν σασμένη γυναίκα. Σασμένη του καφέ που λαλεί η μάνα μου.
Πραγματικά εκίνησε μου την περιέργεια το ότι μια γεναίκα τζ’είνης της ηλικίας επερίμενε 40 λεπτά πριν να ανοίξει το κατάστημα έξω μες την κρυάδα. «Φοάται άμπα τζ’αι λείψουν οι καναπέδες τζ’αι τα κεράκια τα ρεσό;», εσκέφτηκα αστειευόμενος με τον εαυτό μου. Ώσπου να πιω λλίο καφέ, ήρτεν ακόμα μια κυρία τζ’αι εστάθηκε δίπλα της.
«Άγια ολάν», εσκέφτηκα. «Εννά μας πελλάνουν σήμερα οι κοτζιάκαρες». Αρκέψαν εσυντυχάνναν η μια με την άλλη, εφάνηκε ότι εγνωρίζουνταν τζ’αι ώσπου να δεις τζ’αι να πεις, έτον τζ’αι έναν κύριο με το μπαστούνι. Έφκαλε το καρό μπερέ που εφορούσε τζ’αι εχαιρέτησε ευγενικά. Εγώ, σιωπηλός θεατής, πίσω που το τζάμι του αυτοκινήτου. Στα επόμενα δεκαπέντε με είκοσι λεπτά η είσοδος του ΙΚΕΑ εγέμωσε με καμιά τριανταριά, μπορεί τζ’αι παραπάνω συνταξιούχους να περιμένουν υπομονετικά να ανοίξουν οι πόρτες. Η ώρα 9 ανοίξαν τελικά οι πύλες του υπερκαταστήματος τζ’αι, όπως τα κουρτιστά τα παιγνίθκια, οι γέροι εμπήκαν μέσα τζ’αι βιαστικά εκατευθυνθήκαν προς τες σκάλες.
Απορημένος εμπήκα τζ’αι εγώ πίσω τους.
«Έσ’ει κανένα ξεπούλημα τζ’αι εβουρήσαν έτσι;», λαλώ απορημένος σε έναν υπάλληλο.
«Όι, έν κάθε μέρα δαμαί τζ’αι περιμένουν», απαντά ατάραχος. Πριν προλάβω να συνεχίσω την απορία μου, λαλεί: «Ώς τες 10:30 ο καφές εν δωρεάν, έρκουνται δαμαί, κάθουνται, πίννουν καφέ τζ’αι κόφκουν κίνηση».
«Ωραία», είπα τζ’αι εχαμογέλασα. «Ωραία», λαλεί τζ’αι ο υπάλληλος, «που να παν τζ’αι τούτα τα πλάσματα; Παντές τζ’αι έσ’ει τζ’αι πολλούς τόπους».
Έβαλα τα σ’έρκα στες τζιέπες τζ’αι εφκήκα έξω που το κατάστημα με ένα περίεργο συναίσθημα. Χαρά, λύπη, ζήλεια, ούλλα μαζί.

1 comment

  1. τον κοτ έπρεπεν να πάρεις για να τον βρίσεις παραπάνω που την Κυρίαν, διότι τζιείνος είναι που βαφτίζει τους γουμάες αγροτουρίστικά τζιαι κάμνει τα τζιαι με την βούλλαν.

    Ελπίζω να ήβρες άλλον τόπον να ερωτεφτής τζιαι να μεν έκατσες να κασιανίζεις νεύρα ούλλον το σαββατοκυρίακον 🙂

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *