18
Jun 16

Μέρα 4η

Αγαπημένη μου Ρέα,

Πιστεύκεις στον θεό; Όι αναγκαστικά σε τζείνον ‘που πιστεύκουν οι παραπάνω Κυπραίοι. Εννοώ, νιώθεις ότι έσιει κάποια δύναμη υπεράνω όλων, που ελέγχει με κάποιον τρόπο, ή έν’ υπεύθυνη, συνειδητά ή ασυνείδητα, για τον κόσμο που ζούμε;

Εγώ εσταμάτησα να πιστεύκω ‘που πολλά μιτσής. Πάντα εθεωρούσα ότι το παραμύθι είσιεν αρκετά παράλογα πράματα τζαι ότι αποκλείεται μια τόσο σημαντική αλήθκεια να μεν τυγχάνει καθολικής αποδοχής.

Μπορεί να σου ακουστεί επιπόλαιον ή ρηχό, αλλά σκέφτου το τούτο. Η βαρύτητα, ‘εν ξέρουμε ούλλοι ότι υπάρχει; ‘Εν την δεχούμαστε ούλλοι; Το ίδιο συμβαίνει τζαι με το οξυγόνο που αναπνέουμε. ‘Εν τζαι θωρεί το κανένας. Με τα χρόνια ανακαλύψαμε ότι εν τζιαμαί τζαι χρειαζόμαστεν το. Υπάρχει κάποιος πάνω στη Γη που μπορεί να τα αμφισβητήσει τζαι να μεν πούμε ούλλοι ότι έν’ πελλός, ή τουλάχιστον να του ζητήσουμε να στηρίξει την θεωρία του με επιχειρήματα;

Γιατί δεν συμβαίνει το ίδιο με την θρησκεία, με τον θεό; Δηλαδή, αν πράγματι υπήρχε κάτι τέθκοιο, γιατί μέχρι σήμερα ‘εν υπάρχει μια θεωρία ευρείας αποδοχής τζαι ο καθένας μας πιστεύκει σε άλλον πράμα;

Ξέρεις, το πρόβλημα εν η λέξη «πιστεύκω». Κρύφκει έναν εγωισμό πίσω της, μιαν περηφάνια που δεν χωρεί αμφισβήτηση, αλλά τζαι μιαν επιβολή, μιαν απόλυτη κοσμοθεωρία που δεν μπορείς να την προσβάλεις λέγοντας το αντίθετο.

«Εγώ, έτσι πιστεύκω.»

Δικαιούμαστεν ούλλοι να πιστεύκουμε ό,τι θέλουμε, σίουρα. Έν’ θέμα όμως το ότι απαιτούμε ‘που τους άλλους να πιστεύκουν το ίδιο. Τζαι το ότι άμαν κάποιος πει κάτι που αντιτίθεται σε τζείνον που πιστεύκουμε, παίρνουμε το σαν προσβολή, ακόμα τζαι σαν καταπίεση της ελευθερίας μας.

Θέλουμεν δηλαδή να πιστεύκουμε εμείς σε κάτι χωρίς να χρειάζεται να το υποστηρίξουμε, αλλά την ίδια ώρα ‘εν μπορούμε να δεχτούμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος ίσως να πιστεύκει σε κάτι άλλο. Ελευθερία της πίστης δηλαδή, της δικής μας της πίστης, όμως.

Ο Κώστας έν’ ένας ισιωτής αυτοκινήτων που εβρέθηκεν δαμέσα μετά ‘που κάτι κομπίνες που έκαμνεν με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα ‘που την Αγγλία. Όπως τζαι να ‘σιει, σκέφτου ένας μέσος, τραμπαδώρος Κυπραίος που μπορεί να εγέλασεν του κόσμου ούλλου, αλλά η Παναγία Παναγία, τζαι, μιαν εβδομάδαν πριν την Λαμπρή, νηστεία.

Που την πρώτη μέρα που εσυντύχαμεν, είπε μου ότι έσιει πρόβλημα με έναν κοπελλούι που την Αίγυπτο. «‘Εν’ κόφτης», είπε μου με σοβαρότητα, τζαι μιλώντας σιγά, σάννα τζαι εκαταστρώναμε σχέδιο. «Κόπτης χριστιανός, εννοείς;»
«Ποτζείνος! Είσιεν μιαν εκκλησία τζιαμαί που εμίνισκα τζαι εθώρουν τους το πρωί ‘που την αννοίαν. Εφορούσαν κάτι καππέλλα περίεργα. Έκαμα παράπονο στο δημαρχείο, αλλά ‘εν τους εκλείσαν.»
«Ο μιτσής δαμαί τι σου έκαμε;»
«Κουμπάρε, ‘εν τζαι εμπιστεύκουμαι τους. Με την πρώτην ευκαιρίαν θα τον μουστουνιάσω. Αφορμή, βοήθα μου.»
Που τζείνην την ημέρα ‘εν του εξανακόντεψα. Πού είσαι να μάθει ότι εγώ εν πιστεύκω σε τίποτε.

Σε φιλώ,
Ουρανός


15
Jun 16

Μέρα 3η

Αγαπητή Ρέα,

Τον πρώτο τζαιρό στη φυλακή εδυσκολεύκουμουν να ξεχωρίσω την ζωή έξω ‘που την ζωή μέσα. Ήταν κάτι περίεργο, ένιωθα ότι ήταν σαν όνειρο τζαι ‘που λεπτό σε λεπτό θα εξυπνούσα. Ότι σε κάποια στιγμή θα άννοια τα μμάθκια μου, θα ήμουν πίσω στην βεράντα μου να καπνίζω τζαι να πίνω λικέρ μαστίχα.

Τες νύχτες, ήταν όνειρο μέσα σε όνειρο. Ήταν ακόμα πιο δύσκολα για μένα τα πρωινά. Να περιμένω να ξυπνήσω τζαι να δω το δωμάτιο μου τζαι αντί τούτου, να θωρώ τον κύριο Αντώνη που το απέναντι κελί να νίφκεται.

Οι πρώτες μέρες ήταν μια αναμονή. Το έξω με το μέσα ήταν σμιχτά, αδιαχώριστα, αλλά την ίδια ώρα διαφορετικά. Φαντάστου έναν ποτήρι γεμάτο γάλα. Σιώνωσε μέσα λλίο τριαντάφυλλο. Έτσι ήταν η αντίληψη μου για αρκετόν τζαιρό.

Ώσπου εσυνήθισα τζαι άρκεψα να τα ξεχωρίζω. Δηλαδή, εκατάφερα να αφήκω πίσω την ζωή μου έξω τζαι να προσαρμοστώ στην ζωή μου μέσα. Εξεχώρισα τους κανόνες της ζωής έξω που τους κανόνες της ζωής μέσα. Ετράβησα μια γραμμή τζαι οι δύο πραγματικότητες εχωρίσαν. Σαν το λάδι με το νερό.

Τζείνον που με εντυπωσίασε μετά ‘που τούτο τον διαχωρισμό έν’ το πόσο ξεκάθαρη φαντάζει η ζωή έξω άμαν είσαι θεατής. Σαν την τηλεόραση που καθαρίζει που τα σιονούθκια, έτσι είδα τζαι εγώ τον κόσμο μπροστά ‘που τους τοίχους. Πλέον οι αναμνήσεις μου είναι κασέττες σε μια τεράστια βιβλιοθήκη. Μπορώ να τες ανασέρνω όποτε θέλω, να τες βάλλω να τες θωρώ τζαι μετά να τες βάλλω πίσω στην θήκη τους.

Επί παραδείγματι, την περασμένη Παρασκευή μετά το μεσημεριανό, εκάθουμουν κάτω ‘που τον Περικλή. Ο Περικλής έν’ ένα δέντρο στην γωνιά της αυλής μας. Εγίναμε φίλοι, έν’ ο μόνος ‘που ακούει σιωπηλός τζαι ‘εν περιμένει να σιωπήσεις για να σου πει κάτι δικό του.

Ήταν κρυάδα, έκατσα σταυροπόδι τζαι εσήκωσα τον γιακκά του σακκακιού μου για να ζεσταθώ. Σαν το μωρό δέκα χρονών, έπιασα μια πέτρα τζαι άρκεψα να πελεκώ ένα κομμάτι ξύλο. Ο κινηματογράφος του μυαλού μου άρχισε να παίζει ένα βίτεο ‘που τζείνην την ημέρα που με εσυλλάβαν.

Τζαι τζείνην την ημέρα εκάθουμουν κάτω ‘που το δέντρο στην αυλή του σπιθκιού μας. Εκρατούσα μασιαίριν αντί για πέτρα τζαι εσκάλιζα ένα ξύλο. Είδα τους μπάτσους που εμπήκαν στην αυλή του σπιθκιού τζαι χωρίς να πουν κουβέντα εμουντάραν με. Είδα σε τζαι σένα που εχώστηκες κάτω ‘που το τραπέζι της κουζίνας τζαι έκρυψες στον κόρφο σου τον Ηρακλή το κουνέλι.

Ένιωσα τα σιέρκα μου να ματώννουν. Που το κρύο, ‘που τα νεύρα, ‘που την πίεση. Ελπίζω να καταλάβεις μια μέρα γιατί είμαι δαμέσα, γιατί εσυνέβηκαν τούτα ούλλα. Σιγά-σιγά εννά σου εξηγήσω.

Σε φιλώ,

Ουρανός


12
Jun 16

Μέρα 2η

Αγαπητή Ρέα,

Το πρωινόν μας σήμερα ήταν στην ώραν του τζαι γλήορο. Ήταν όπως πάντα καπήρες, γάλαν εβαπορέ με φακελλάκι νέσκαφε, μαρμελλάδαν τζαι βούτυρο. Νομίζω, όμως, ότι ο μάγειρας εβιάζετουν να φύει τζαι έρεξεν ούλλο το προσωπικό της κουζίνας που κάτω για να κάμνει γλήορα. Έφαα, όπως κάθε πρωί, στην γωνιά κοντά στο παράθυρο, δίπλα ‘που το σώμα του καλοριφέρ. Επάλεψα αρκετά για να κοτσιανιάσω την συγκεκριμένην θέση, έν’ μια ιστορία που έννα σου την διηγηθώ μιαν άλλην φορά.

Μετά το φαΐν εφκήκα έξω στην αυλή να κάμω την βόλταν μου ‘που την καφετέρια των φρουρών. Κάθε πρωίν γοράζουν εφημερίδα τζαι καμιάν φοράν διούν μου την τζι εμένα να θκιαβάσω. Συνήθως αγοράζουν «Πολίτη», αλλά εντάξει, ‘εν είμαι σε θέσην να κάμω ιδιοτροπία.

Έκατσα στην σκιά κάτω ‘που τον ψηλόν πέτρενον τοίχο των φυλακών. Στην κορυφή τους οι τοίχοι έχουν συρματόπλεγμα με λεπίδες τζαι στα κυρτώματα οι χτίστες εκολλήσαν μέσα στο κουγκρίν κομμάθκια γυαλλί.

Διερωτούμαι πόσον περίεργο θα ήταν για κάποιον άνθρωπο πριν 50 χρόνια να σπάζει πότσες για να βάλουν τα κομμάθκια στους τοίχους των φυλακών. Άννοιξα την εφημερίδαν τζαι άρκεψα να την μετροφυλλώ ανάποδα. Εν μου αρέσκουν οι εκπλήξεις. Θέλω πρώτα να την αννοίξω ‘που το τέλος στην αρκή για να ξέρω τι με περιμένει όταν την θκιαβάσω κανονικά στην συνέχεια.

Στις αγγελίες θανάτου είδα μιαν κοτζιάκαρην που έμοιαζεν της στετές μου της Βαλεντίνης. Εθθυμήθηκα που λες την κηδεία της. Ήμουν 14 χρονών που επέθανεν η Βαλεντίνη. Αντρέπουμαι που το λαλώ, αλλά εψιλοανακουφίστηκα που επέθανε. Εταλαιπωρήτουν μήνες τζαι η μάνα μου ανάγκαζεν με κάθε λλίον να πηαίννω να την θωρώ στην κλινική. Στην ηλικία τζείνην εγώ επροτιμούσα να γυρίζω με τους φίλους μου, όχι να κάθουμαι να θωρώ την κοτζιάκαρη μέ να μιλά μέ να λαλά.

Την Βαλεντίνη λοιπόν εθάψαν την με έναν φόρεμα κλαδωτό, χρώματος πράσινον κλειστό με διακριτικά φύλλα τζαι κλαθκιά διαφόρων χρωμάτων κυρίως στο κάτω μέρος. Σκέφτουμαι το τζαι γελώ, ανάθθεμα με.

Η κοτζιάκαρη πάντα εφόρεν μαύρα. Άτε να έβαλλεν τζαι κανέναν μπλε άμαν είσιεν κανέναν γάμο ή στον Καλό Λόο. Φόρεμα, κουρούκλαν τζαι ποΐνες μαύρες. Κάποτε, η θκεια μου επήεν ταξίδι στην Αγγλία τζαι έφερεν της τούτον το φόρεμαν το πράσινο να το φορεί για καλό. Η κοτζιάκαρη μόλις το έπιασεν εποθαμμάστηκε. «Όι κόρη μου, με τούτον τον φόρεμαν εννά με θάψουν, εννά το φυλάξω.» Έτσι όπως το εκράταν, εδίπλωσεν το τζαι έβαλε το στην βαλιτσούαν της που είσιεν σασμένην για την ημέρα του θανάτου της. Η θκεια μου εγίνηκεν φονιάς, αλλά τι να της πει; Θθυμούμαι στην κηδεία έκλαιεν τζι εφώναζεν ότι το φόρεμαν τζείνη της το έκαμεν δώρο. Έσιει ‘που τζείνην την ώραν που σκέφτουμαι το ίδιον πράμα. Γιατί η κοτζιάκαρη να θέλει να φορεί τα καλά της την ημέρα που πεθανίσκει; Σάννα τζαι ήταν τόσον βασανισμένη που το θαφκειόν της ήταν γιορτή.

Φιλώ σε. Ουρανός.


09
Jun 16

Μέρα 1η

Μετά που σχεδόν ένα χρόνο στη φυλακή, εκατάφερα να σου γράψω. Οπόταν καταλαβαίνεις ότι τούτη έννεν η πρώτη μέρα που είμαι στην φυλακή. Εν η πρώτη μέρα που ήβρα τα μέσα να αποτυπώσω τις σκέψεις μου με κάποιο τρόπο.
Το πρώτο μου αίτημα την ημέρα που εμπήκα σε τούτο τον καταραμένο λάκκο με τους εγκληματίες τζαι τους αναίσθητους φρουρούς, ήταν να μου επιτρέψουν να έχω μαζί μου το μπλοκ μου. Μαζί εζήτησα ένα μολύβι, ένα σβηστήρι τζαι μια ξύστρα. Ξέρεις ότι δεν μου άρεσε ποττέ να γράφω με πέννα. Τα γράμματα μου αποτυπώνονται σαν τα πόθκια της όρνιθας που επάτησε σε ένα παμπακούι με μελάνι σφραγίδας. Με το μολύβι τουλάχιστον μπορώ να τα διορθώνω. Είπαν μου ότι θα το σκεφτούν για το μπλοκ, αλλά σίουρα δεν μπορούν να μου δώσουν ένα κομμάτι ξύλο τζαι μια λεπίδα.

Εν περίεργο το πώς τα πιο απλά πράματα μπορούν να γίνουν όπλα σε τούτο το μέρος. Ούτε που επέρασε που το νου μου ότι θα εμπορούσα να χρησιμοποιήσω την λεπίδα της ξύστρας τζαι το μολύβι για να φτιάξω όπλα. Φυσικά, οτιδήποτε μπορεί να κάμει ζημιά σε κάποιον άλλο, άμα το θελήσεις. Δηλαδή, την πέννα εν μπορώ να την μετατρέψω σε κάτι άλλο;
Όπως τζαι να έσιει, εσυμφώνησα τζαι επερίμενα να μου απαντήσουν. Μετά που ένα μήνα περίπου, εκατάλαβα ότι επαίζαν πελλό. Έτσι, αποφάσισα να αναβαθμίσω τις μεθόδους μου.

Ένας παλιός μου μάστρος, ελάλεν «Αν θέλεις να γίνεται η δουλειά σου, πρέπει να είσαι πρήχτης.» Κάθε πρωί λοιπόν, τον τελευταίο χρόνο, πάω κάτω στο γραφείο αιτημάτων τζαι ρωτώ τι γίνεται με την υπόθεση μου. Τζαι κάθε πρωί, συμπληρώνω άλλο έγγραφο με το ίδιο αίτημα. Αιτούμαι τα εξής:
– Μπλοκ με κόλλες Α4
– Πέννα τύπου Bic ή μολύβι/σβηστήρι/ξύστρα
Τα χρειάζομαι για να διατηρώ ημερολόγιο ημερών στην φυλακή.
Πάνω, κάτω εσυμπλήρωσα καμιά τρακοσιά έγγραφα. Ένα χρόνο μετά είτε εβαρεθήκαν με, είτε απλά τόσο τζαιρό παίρνει να περάσει που την διαδικασία μια αίτηση, τζαι να εγκριθεί.

Η αλήθκεια εν ότι όσο επερίμενα, εδοκίμασα με διάφορα μέσα να γράψω τον τελευταίο χρόνο. Το κωλόχαρτο επί της ευκαιρίας δεν ενδείκνυται για να γράφεις πάνω. Υπάρχει φυσικά η βιβλιοθήκη. Τζιαμαί προσφέρεται η απαραίτητη γραφική ύλη που θα εμπορούσα να χρησιμοποιήσω. Υπάρχει γενικά αρκετός συνωστισμός όμως, τζαι εμένα αρέσκει μου η απομόνωση άμα δημιουργώ. Επίσης, μετά το περιστατικό στον απόπατο, κάποιοι που τους συγκρατούμενους [συμπεριλαμβανομένου τζαι του υπεύθυνου βιβλιοθήκης] νιώθω ότι δεν πετούν που την χαρά τους άμα με βλέπουν.
Εν πάση περιπτώσει, το σημαντικό εν ότι τωρά έχω κάτι να χρησιμοποιώ για να γράφω τζαι κάτι να γράφω πάνω. Επίσης σημαντικό εν το ότι έχω πολλά να σου πω, για τις μέρες που επεράσαν, αλλά τζαι για τες μέρες που θα έρτουν.

Περίμενε νέα μου.

Σε φιλώ. Ουρανός


06
Jun 16

Το γράμμα (Μέρος 2ο)

Δικαιούσαι να μαραζώνεις. Δικαιούσαι να λυπάσαι άμα κάτι εν πάει καλά στη ζωή σου. Μεν φοηθείς να απαντήσεις ότι εν είσαι καλά, ότι υπάρχουν πράματα που έννεν όπως τα θέλεις. Μόνον έτσι έννα προσπαθείς να γίνεις καλύτερα τζαι μόνον έτσι έννα είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου.

Να είσαι ειλικρινής τζαι με τον κόσμον όμως. Λάλε τζείνο που νιώθεις, τζείνο που θέλεις να πεις. Ώς τζειαμαί που σταματά η γνώμη σου όμως τζαι ξεκινά η ζωή του άλλου. Πριν ανοίξεις το στόμα σου να σκεφτείς αν τούτο που έννα πεις, έννα πληγώσει κάποιον άνθρωπο χωρίς λόγο τζαι χωρίς να αλλάξει τη ζωή του προς το καλύτερο.

Τζαι θα μετανιώσεις χίλιες φορές αν μιλήσεις αλλά μία φορά αν μείνεις σιωπηλή. Να θυμάσαι ότι τα λόγια έν’ όπως τους αδέσποτους τους αππάρους. Άμα τα ξαπολήσεις ‘που το στόμα σου, εν μπορείς να τα φέρεις πίσω τζαι να τα κουμαντάρεις. Αν κρύψεις τζαι καταπιείς τα, έννα το μετανώσεις τζείνην την ώρα, αλλά μπορεί την άλλη μέρα που έννα είσαι ήρεμη, να καταλάβεις ότι καλά έκαμες.

Όι μόνο να καταπίνεις. Να ξηχάννεις τζιόλας. Τα λόγια που σε επληγώσαν, τους ανθρώπους που τα είπαν, τες καταστάσεις που εν σε γεμώσαν. Μεν τες κουβαλάς σαν τον μύλο γυρώ ‘που τον λαιμό σου. Άφησ’ τα πίσω σου, κράτα μόνο τζείνα που σε εμάθαν κάτι.

Η κατανόηση, το χαμόγελο, η ευγένεια, η αυτοσυγκράτηση, η ευγνωμοσύνη τζαι η ακεραιότητα έν’ αρετές που αν τες κατακτήσεις έννα σε ανταμείψουν. Να ψάχνεις, να ρωτάς, να μαθαίνεις.

Τζαι να συγχωράς. Το πλάσμα έννεν τέλειο. Εν ξέρουν ούλλοι να σιωπούν. Κάποιοι έννα ξέρουν να αγαπούν όμως. Δικαιούνται να μετανιώσουν τζαι να σου ζητήσουν συγχώρεση. Κάμε το αν το αξίζουν, δώσ’ τους ακόμα μίαν ευκαιρία, μάθε τους τζείνο που ξέρεις εσύ.
Τζείνο που ξέρεις, τζείνο που είσαι. Να έσιεις ταυτότητα, χαρακτήρα. Να είσαι κάποιος, κάτι. Μεν είσαι απλά η Ρέα που δουλεύκει τζειαμαί. Να είσαι η Ρέα που της αρέσκουν τα παραμύθκια, να είσαι η Ρέα που χορεύκει, που γράφει, που κολυμπά, που βουρά, που ζωγραφίζει, που τραουδά όμορφα, η Ρέα που τσιαττίζει. Να είσαι η Ρέα η δική σου, όχι κάποιου άλλου.

Τζαι άμα γίνεις τζαι κάποιου άλλου, να προσπαθείς να ανήκεις σε εσένα, όχι σε τζείνον ή τζείνην. Να μεν είσαι κτήμα κανενού, όποιος θέλει να έν’ μαζί σου, να έν’ μαζί σου επειδή σε αγαπά τζαι αγαπά τζείνο που είσαι, τζείνο που ξέρεις. Τζαι να αγαπάς πίσω, όσο δυνατά τζαι όσο απεριόριστα, τζαι όσο απρογραμμάτιστα εννά αγαπιέσαι.

Να βάλλεις την αγάπη πάνω ‘που ούλλα. Την αγάπη για τον άνθρωπο, την αγάπη για τον κόσμο, την αγάπη για τη μουσική, για την εμπειρία. Να θυμάσαι ότι η αγάπη έν’ όπως τα αηδόνια που φυλάεις μες στην ψυσιή σου, τζαι άμα την θυμάσαι έννα σου τραουδά τζαι να σου νεκατώνει την καρδιά σου.
Να είσαι το αστεράκι του παπά. Να έσιεις αστεράκια σαν εσένα.