Αγαπημένη μου Ρέα
Διερωτάσαι, είμαι σίουρος, γιατί μου έγινε εμμονή τούτος ο άθθρωπος. Οι πράξεις μου δεν ήταν χωρίς λόγο. Είπα σου ξανά, ό,τι έκαμα έκαμα το για μένα. Για την δική μου ικανοποίηση. Τι έφταιξε το ξένον το πλάσμα; Τι έφταιξε ο Ανδρέας Γεωργίου;
Χριστέ μου, τι κοινότυπον όνομα. Τι κυπριακόν όνομα. Ένας «κανένας», ένας «τίποτε», ένας νεόπλουτος γιάπης. Αν ο κόσμος ήταν ένα παιγνίδι του λούναπαρκ, ποτζείνα που έν’ γεμάτα δώρα, τζαι έσει έναν μικρό γερανό ‘που πάνω τους, ο οποίος στην τύχη τραβά πουλούκκους, τότε οι πιθανότητες να τραβήσει έναν ‘που τούτους τους τύπους θα ήταν παραπάνω που πενήντα τα εκατό.
Αλλά όχι, δεν τον εστοχοποίησα επειδή ήταν άχρωμος τζαι κοινότυπος. Εδίαν μου την στα νεύρα η αναισθησία του. Το ποζεριλίκκι με το οποίο επαρπάταν, τα ρούχα που εφόρεν, τα πράματα που εκράταν, ούλλα σε μια σειρά. Συγυρισμένος, άσπιλος, σαν άσπρο σπίτι στες φωτογραφίες των ταξιδιωτικών περιοδικών για Ελλάδα. Ούλλα πάνω του να εκπέμπουν μιαν τόσο εγωκεντρική, καθαρή, αναίσθητη τζαι συνάμα τέλειαν αναισθησία.
Πώς γίνεται να υπάρχουν τέθκοιοι άνθρωποι που την στιγμήν που ο κόσμος γυρώ τους έν’ κώλος;
Αλήθκεια, εγώ πιάννω τον εαυτό μου κάποιες φορές χωρίς τίποτε να κάμω. Τζαι αμέσως σφηνώννουν μες στον εγκέφαλο μου σκέψεις απελπισίας. «Τίποτε δεν έσει σημασία, ούλλοι εννά πεθάνουμε κάποτε, ο πολιτισμός μας έν’ έναν μεγάλο ψέμα.»
Το σπίτιν του Ανδρέα Γεωργίου μοιάζει να εφκήκεν ‘που σελίδα στο ίντερνετ. Τζιαμαρίες να βλέπουν έξω στην πισίνα, τζαι μέσα τα έπιπλα, προσεχτικά βαλμένα με τρόπον που δεν ενοχλούν το μμάτι, αλλά την ίδια ώρα δεν αφήννουν τον χώρο να μοιάζει γυμνός. Ποιος θκιαλέει τα χρώματα να έν’ τόσο προσεγμένα; Ποιος τα συνδυάζει τόσον όμορφα, τόσον καλά; Πόσον αποκομμένος πρέπει να έν’ ο εγκέφαλος σου για να διάς τόση σημμασία σε πράματα. Πράματα αγάπη μου, ξύλα, μέταλλα, μάρμαρα. Άχρηστα, άψυχα, αιώνια πράματα.
Εν σου κρύφκω ότι κάποιες Κυριακές, άμαν επήαιννεν στο εξοχικόν στον Πρωταρά με την γυναίκα του, έμπαιννα κρυφά μες στο σπίτι του. Εκάθουμουν στην δερμάτινην αναπαυτικήν του καρέκλα, έβαλλα τα πόθκια μου να ξεκουραστούν στο στουλ μπροστά, τζαι παρέα με έναν ποτήρι ‘που το κονιάκ του εχάζευκα τους φύκους να ρίφκουν τα φύλλα τους στην πισίνα. Στα πόθκια μου ο κάττος του να γουργουρίζει τζαι εγώ να ρέσσω τα δάχτυλα μου μέσα ‘που το βαθύν του τρίχωμα.
Τούτη η ηρεμία, τούτη η απομονωτική ηρεμία. Έν’ λογικόν να τον ερούφησεν μέσα της τζαι να τον ανάγκασε να αδιαφορήσει για τον υπόλοιπον πλανήτη. Ο Ανδρέας Γεωργίου έπρεπε να ξυπνήσει, να ζωντανέψει. Τι μπορεί να ξεσηκώσει κάποιον άνθρωπο; Θκυο πράματα. Είτε η πάλη για το σεξ είτε η πάλη για την ίδια την ζωή του.
Με αγάπη,
Ουρανός