03
Apr 13

Το κοντραμπάντο

Για ένα διάστημα στο στρατό, έκαμα καψιμιτζιής. Ήμουν νέος τζαι αναθέσαν μου την θέση μαζί με ένα σειρά μου. Το οργανόγραμμα του καψιμί μονάδος, εν απλό, υπάρχουν συνήθως θκυό καψιμιτζίες τζαι ένας αξιωματικός καψιμί που ελέγχει το τι μπαίνει, το τι φκαίννει που το καψιμί τζαι τα κέρδη ή τες ζημιές.

Όταν αναλάβαμε, το καψιμί ήταν ελλειμματικό. Δηλαδή, εχρωστούσε λεφτά σε προμηθευτές τζαι κάθε μήνα έφκαλλε πιο λλία κέρδη παρά πωλήσεις. Υπήρχαν κάποια βερεσιέ γραμμένα αλλά δεν εδικαιολογούσαν το έλλειμμα.

Ώσπου τζαι ανακάλυψα το εξής. Υπήρχε μια τρύπα στην άκρη του ττελιού, μπροστά που το καψιμί. Που τζιαμέ κάποιοι ερέσσαν ένα σκουπόξυλο το οποίο είσιε τυλιγμένο ένα πιρούνι τζαι επροτσιάζαν πράματα την ώρα που το καψιμί ήταν κλειστό.

Η επινόηση τούτη, ήταν που τους παλιούς του στρατοπέδου τζαι είσιεν γίνει κάτι σαν κατεστημένο. Κάτι σαν παράδοση. Όποτε έκλεια την τρύπα, κάποιος την εξανάνοιγε.

Έτσι άλλαξα τακτική, άφηκα την τρύπα ανοιχτή τζαι έβαλα σε ούλλα τα πράματα του καψιμί, ένα σελίνι πάνω. Υπήρξαν κάποιες διαμαρτυρίες στην αρκή, αλλά επειδή εδέχουμουν τζαι επουλούσα αρκετά βερεσιέ, εν εδημιουργήθηκε μεγάλο θέμα. Το καψιμί έγινε ένα μεγάλο, διεφθαρμένο, κέντρο συναλλαγών.

Εγώ υπερχρέωνα τα πράματα, έγραφα καπάλι βερεσιέ, όποιου εν εκρατούσε τζαι εχρέωννα καφέδες παραπάνω τους μόνιμους για να καλύφκω ελλείμματα. Οι παλιοί εκρατήσαν το κατεστημένο τους τζαι επροτσιάζαν σάντουιτς τζαι τσιάρα τες νύχτες που ήμουν κλειστός. Είχα επίσης την δυνατότητα, να τζερνώ τους παρέες μου χωρίς να επιβαρύνω τον προϋπολογισμό μου.

Τα κέρδη αυξηθήκαν, άρκεψα να μπορώ να φέρνω παραπάνω ποικιλία πραμάτων τζαι γενικά είμαστε ούλλοι ευχαριστημένοι. Ο μικρός μας, νομότυπος παράδεισος κοντραμπάντου, ευημερούσε. Κάποιοι ετρώαν παραπάνω, κάποιοι επλερώναν παραπάνω, γενικά ούλλα όμως ελειτουργούσαν ρολόι.

‘Ώσπου μια μέρα ο διοικητής, εψυλιάστηκε ότι του χρεώνουμε καφέδες παραπάνω. Έκατσε μας εμάς τους καψιμιτζίες 10 μέρες κράτηση τζαι αμέσως εδιόρησε κάποιο πιο έμπιστο, ο οποίος αποφάσισε να δουλέφκει το καψιμί ακολουθώντας πιστά τους κανόνες.

Η τρύπα ηλεκτροκολλήθηκε με λαμαρίνα έτσι κανένας δεν εμπορούσε να κλέψει. Τα βερεσιέ εκοπήκαν, ο κόσμος αγόραζε μόνο ότι εμπορούσε να αγοράζει με τα λεφτά που είσιεν. Οι μόνιμοι αρκέψαν να πλερώνουν μετρητά τους καφέδες τους τζαι τίποτε δεν έφευκε δωρεάν που το καψιμί.

Με τούτη τη καταπίεση του κατεστημένου, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις, ακόμα τζαι απειλές εναντίον των καινούργιων καψιμιτζίδων. Το καψιμί όμως στο τέλος, ανάκαμψε. Έφερνε στοκ πιο λλίη ποικιλία, έφκαλλε ελάχιστο κέρδος αλλά τουλάχιστον εδούλεφκε σωστά τζαι προβλεπόμενα.

Δεν υπάρχουν απαραίτητα σωστές τζαι λάθος διαδικασίες. Υπάρχει σίουρα σωστή τζαι λάθος αντιμετώπιση μιας κατάστασης. Πάνω που ούλλα όμως υπάρχουν κατάλληλοι τζαι ακατάλληλοι ανθρώποι.


20
Mar 13

Σκλάβοι

Μόλις άκουσα ότι η βουλή των αντιπροσώπων απέρριψε το νομοσχέδιο για τις περικοπές που τες καταθέσεις, κάτι μέσα μου εχάρηκε. Εν εκατάλαβα τι ακριβώς. Μπορεί να εν το κομμάτι του εαυτού μου που ακόμα εν κολλημένο στες εθνικόφρονες αξίες που μας επλυννήσκαν τα μυαλά μας κάθε μέρα στο σχολείο. Δεν είναι ειλικρινής χαρά όμως.

Νώθω, ένα θκιαολούι να κάθετε πάνω στο αριστερό μου ζιηνίσιη τζαι πελεκά με να καταλάβω ότι απλά έτυχε στην προκειμένη περίπτωση, τα συμφέροντα των ασυγχόμπατων των πολιτικών μας, να συμπίπτουν με τα συμφέροντα τα δικά μας.

Εν τζαι εν ακριβώς για το συμφέρον μας το ότι απορρίψαν την πρόταση. Καμιά πρόταση τούτη τη στιγμή έννεν για το συμφέρον μας. Ότι τζαι να γίνει, πάλε εμείς εννα πλερώσουμε την νύφφη είτε με τον ένα τρόπο είτε με τον άλλο.

Οι δανειστές, εν χάννουν τα λεφτά τους. Ο μπούκκης εν παίζει για να χάσει. Τα ρυάλλια που χρωστούμε, εννα παν τζαμέ που πρέπει να παν, βρέξει σιονήσει. Τζαι μαντέψετε πόθθεν εννα τα συνάξουν.

Όπως πάντα, φέρνουν μας στην άκρα του γκρεμμού τζαι μετά διούν μας επιλογές. Όπως τον κάττο που παίρνει την κάττα πας το κρόδωμα τζαι στριμώχνει την, για να του κάτσει, ή να ππέσει που το δώμα κάτω.

Η πικρή αλήθκεια, εν ότι τούτη ούλλη η κατάσταση, έννεν η ιστορία του Δαβίδ τζαι του Γολιάθ. Θέλω να το δώ έτσι, ήτουν να έχω τζαι κάτι να περιφανέυκουμαι τζαι να λαλώ της κόρης μου.

Τούτη ούλλη η ιστορία, εν το αποτέλεσμα της χρόνιας αχαπαροσύνης, ανικανότητας, ερασιτεχνισμού, εγκληματικής αδιαφορίας τζαι η αλαζονείας των πολιτικών μας,. Οι τραπεζίτες επαίζαν κουμάρι, η κεντρική τράπεζα έπαιζε τους φκιολί τζαι η κυβέρνηση έπαιζε τα σιείλη της. Τζαι εμείς τα αρνιά ασχολούμαστε με το ποιος εννα πρωτοπάει στην Αθήνα τωρά που έσιει κρίση τζαι εφτηνίσαν τα πουζούκκια.

Ήρταμε στο σήμερα που θέλουμε ένα εξωφρενικό ποσό για να γλυτώσουμε ένα σύστημα το οποίο αποδεδειγμένα απέτυχε. Ένα ποσό, το οποίο εννα συσσωρευθεί που τον κόσμο που λλία έσιει να κάμει με την ιστορία τούτη με μεθόδους τες οποίες ως πριν κάποιες μέρες εγγυούνταν μας ότι εν ηλίθιες τζαι ανυπόστατες.

Ας είμαστε ρεαλιστές. Μετά τζαι που τούτο, επαναεπιβεβαιώθηκε ότι είμαστε σκλάβοι σε ένα σύστημα το οποίο δεν δουλέφκει για να προστατέψει εμάς, αλλά τζείνους που βαστούν ρυάλλια. Δεν είναι θέμα πατριωτισμού. Η επιλογές μας βασικά, έννεν αν θα πούμε ναι ή αν θα πούμε όχι στο μνημόνιο. Η πραγματικότητα είναι ότι έχουμε να θκιαλέξουμε, ποιος εννα μας ρουφά τη ζωή τα επόμενα χρόνια. Οι Ρώσσοι οξά οι Γερμανοί;


05
Mar 13

Μηχανούα

Για τους αθεράπευτους τζιαι νοσταλγικούς gamer, δώστε το γυρό σας που το καινούργιο μου blog που ασχολείται με την συντήρηση τζιαι την κατασκεύη μιας μηχανούας που θα τρέχει MAME.

Σε γενικές γραμμές, μάχουμε να κάμω κάτι για να παίζω Wonder Boy σπίτι μου όπως τον παλιό καλό καιρό, αλλά χωρίς να την ταίζω διπλοσέλινα.

http://mixanoua.wordpress.com/

IMAG0890


03
Mar 13

Μαντορίνια

Εσταμάτησα στο φούρνο, αργά το απόγευμα πριν λλίες μέρες. Όπως εκατέβηκα τζιαι επογύρισα το αυτοκίνητο για να πάω να πιάσω το μωρό που το πίσω κάθισμα, είδα που μακριά να κοντέυκει μια φιγούρα φορτωμένη τσέντες. Εκατάλαβα ότι όποιος τζιαι αν ήταν κάτι έθελε να μου πουλήσει.

Αμέσως, ενεργοποιήθηκε η Σκρούτζ πλευρά του εαυτού μου. «Ποιος εν τούτος; Τι θέλει τωρά; Πόσα εννα μου ζητήσει;»

Λαλεί μου, «Κύριε, βοήθα με. Γόρασε μια τσέντα μαντορίνια.». «Εν θέλω φίλε μου» απάντησα ευγενικά τζιαι επροσπάθησα να τον αγνοήσω. Επιμένοντας, έβαλλε μου τες τσέντες μες τα μούτρα. «Βοήθα λλίο κύριε, εν τζιαι εν ακριβά, τρία Ευρώ είναι».

Συνήθως αποφεύγω να γοράζω πράματα που το δρόμο. Γενικά εν έχω κανένα πρόβλημα να βάλλω λεφτά, εν με πειράζει να δώσω λεφτά σε κάποιον που παίζει μουσική στο δρόμο, έστω τζιαι χάλια. Βάλλει με σε υποψίες να με βουρούν με ανοιχτό το σιέρι τζιαι να θκιακονούν, είτε κρατώντας παραμάσχαλα ένα μωρό είτε μια δήλωση που γιατρό, ότι εν ανίκανοι να δουλέψουν. Προσπαθώ να φιλτράρω τους απατεώνες αλλά εν τζιαι μπορείς να είσαι ποττέ εντελώς σίουρος.

Ο συγκεκριμένος εφάτσαρε μου περίεργα. Εσκέφτηκα ότι συγκριτικά στην κοινωνία, είμαι σε πολλά καλύτερη θέση που αρκετούς. Έχω δουλειά, τζιαι μια κάποια πολυτέλεια να φέρνω το κοπελλούι μου στο φούρνο για να του γοράσω λιξιό. Τζείνος, για οποιοδήποτε λόγο, κάθετε μες την κρυάδα τζιαι προσπαθεί να πουλήσει θκυο τσέντες μαντορίνια.

Φκάλλω τέσσερα Ευρώ τζιαι θκιώ του. Λαλεί μου «Έ, κύριε θέλω άλλο θκυό Ευρώ». Λαλώ του, «Αφού είπες μου τρία Ευρώ πριν λλίο». «Τρία Ευρώ το κιλό!», λαλεί μου. Θωρώ την σακκούλα, θωρώ τον τζιαι τζείνο, σκέφτουμαι «Τωρά τούτος νομίζει ότι αχάπαρος;» η σακκούλα πρέπει να εζύγιζε ένα κιλό, με το ζόρι.

Διώ του ακόμα πέντε Ευρώ. Θωρώ τον που τα πουντζιάζει τζιαι κάμνει να φύει. «Έ, μάστρε. Θέλω ρέστα» φωνάζω του. Λαλεί μου, «Τωρά κάμνεις έτσι για ένα ευρώ;». «Κουμπάρε δώσμου θκυο Ευρώ πίσω τζιαι λάμνε στο καλό» είπα του.

Εν τον εκάνε που επήε να μου γελάσει, ενευρίασε τζιόλας τζιαι έσυρε μου το δύευρω μες το σιέρι σάννα τζιαι έφταια εγώ που εν τα εκατάφερε. «Τέλοσπαντων» είπα «εφτά ευρώ, με είχα τα, με έχασα τα. Εννα σφίξω ένα ποτήρι χυμό του μωρού να πάει πάσα κακό».

Πάω έσσω τζιαι αννοίω την τσέντα να δω τι μου εκόττησε ο παρέας. Η τσέντα είσιεν μέσα έξι μαντορίνια ούλλα τζι ούλλα, τζιαι τζείνα σαχνιασμένα. Έβαλα τα μες τον κάλαθο όπως ήταν με την τσέντα τζιαι εμαράζωσα που ως τζιαι τούτες οι συναλλαγές, εκαταντήσαν άτιμες.


28
Feb 13

Οι Φύκοι

Ήμουν μες το αυτοκίνητο, στα φώτα κοντά στο αλουμίνουμ τάουερ στην Λευκωσία. Ήταν αργά το απόγευμα, εσχόλανα τζαι επήαιννα να πιάσω την κόρη μου. Η κίνηση τζείνες τες ώρες είναι εξαντλητική. Ψυχολογικά γίνεσαι πατσιαούρι. Είσαι φορτωμένος ούλλη την κούραση της ημέρας, Το μόνο που θέλεις να κάμεις είναι πάεις έσσω σου να πνάσεις, τζαι αντί τούτου είσαι βαωμένος μέσα σε τέσσερεις λαμαρίνες τζαι περιμένεις να έρτει η σειρά σου.

Περιμένοντας στην γραμμή λοιπόν τζαι λλίο πριν φτάσω στα όρια να κλαμουριστώ που την αγανάκτηση μου, επρόσεξα τους φίκους που εν φυτεμένοι στα πεζοδρόμια της περιοχής. Εθυμούμουν τους πιο χαμηλούς τζαι αντιλήφθηκα ότι είσιεν χρόνια να περιεργαστώ τον περίγυρο της συγκεκριμένης περιοχή.

Ο νους μου άρκεψε να γεννά τζαι οι σκέψεις μου αρκέψαν να νεκατώνουνται με τα συναισθήματα μου. Σε μια πιο παλιά περίοδο της ζωής μου, εν με ενδιέφερε η κίνηση του δρόμου. Ήμουν περπατητός, στην ίδια περιοχή. Oι φίκοι, ήταν πολλά πιο χαμηλοί. Θυμούμαι τους, επειδή το σιειμώνα, χαρακτηριστική μυρωθκιά τζαι όποτε επερνούσα που κάτω, εκαταρκούμουν τους.

Κάπου στην πορεία της ζωής, εξέχασα τους, εσταμάτησα να περνώ που τζιαμέ τζαι εσταμάτησα τζαι να ασχολούμαι με την απαίσια τους μυρωθκιά. Αγνοώντας με εσυνεχίσαν να μεγαλώνουν ανέμελοι στην πλευρά του δρόμου. Τζαι σήμερα, θωρώντας τους θεόρατους τζειπάνω καταλαβαίνω πόσος τζαιρός επέρασε.

Εκατάλαβα ότι τίποτε δεν είναι ακίνητο, έστω τζαι αν το νιώθουμε έτσι. Ούλλα κινούνται, είτε μας αρέσκει είτε όχι. Ούλλα προχωρούν είτε μαζί μας, είτε χωρίς εμάς. Ίσως να μεν μπορούμε να δούμε την ζωή που τζυλά, αλλά άμα αφήκουμε κάτι, για χρόνια ξεχασμένο, όταν το ξαναδούμε εννα έσιει αλλάξει.. Εφοίτσιασε με τούτη η αποκάλυψη. Τούτη η συνειδητοποίηση, ότι εξεχάστηκα ενώ ο κόσμος προχωρά. ‘Ήμουν πάντα με την ιδέα ότι ο κόσμος εννα με περιμένει.

Σάννα τζαι η ζωή εν ένας ποταμός που σιωνόννεται χωρίς σταματημό, ερμητικός, ασυγκράτητος. Τζαι εγώ, κλεισμένος μέσα σε ένα κουτί επιπλέω τζαι κάθε καμπόσο τζαιρό φκάλλω την κκελλέ μου έξω τζαι θωρώ ότι είμαι σε άλλο σημείο του ποταμού. Αδύναμος να σταματήσω την ροή, ξανακλείουμε μέσα τζαι συνεχίζω να αγνοώ τον ποταμό που με κολοσύρνει μαζί του.

Όπως το αυτοκίνητο μες την κίνηση, περιμένω την σειρά μου μες την ζωή. Τζαι αγανακτώ μέρα με τη μέρα, που εν προχωρά η ζωή να φτάσω στον προορισμό μου. Χωρίς να σκέφτουμαι, να καταλαβαίνω, γιατί βιάζουμε; Χωρίς να κατανοώ ακριβώς ποιος εν ο προορισμός μου. Ίσως να πρέπει να κατεβώ που το αυτοκίνητο τζαι να αρκέψω να περπατώ ξανά.