Επειδή κυκλοφορώ με την μοτόρα ως επι το πλείστον, η κίνηση της πόλης εν με επιρεάζει πολλά. Έχω το πλεονέκτημα να κινούμαι πιο γλήορα που τα αυτοκίνητα. Όσο παραπάνω τα αυτοκίνητα όμως, τόσο πιο μεγάλος τζιαι ο κίνδυνος να σε πατήσει κανένας αφηρημένος τζιαι βιαστικός οδηγός.
Ειδικά το πρωί που ούλλοι μουντάρουν να προλάβουν να παν δουλεία, οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνουνται παλαίστρα. Όπως τζιαι να έσιει, η μοτόρα εν πάντα πιο βολική που το αυτοκίνητο, ειδικά μέσα στην πόλη. Δέκα λεπτά πάω δουλεία με την μοτόρα, ενώ με το αυτοκίνητο χρειάζουμαι τουλάχιστον εικοσιπέντε. Εξάλλου, τζιαι γνωριμίες πας την μοτόρα.
Εν αξιοσημείωτο το τι μπορεί να συμβεί μέσα στα δύο λεπτά που έσιεις στην διάθεση σου, ώσπου να ανάψει το πράσινο πας τα φώτα. Φτάννει να έσιεις έννοια να το δείς.
Ενα πρωί, λοιπόν είμουν πας τα φώτα του Γαβριηλίδη τζιαι επίεννα δουλεία.
Καλοκαίρι, κατα τις εννιά το πρωί. Την ώρα που αρκέφκει ο ήλιος να φκαίννει για τα καλά που την κρυψώνα του τζιαι η ζέστη της Λευκωσίας ξεκινά να δείχνει τα δόντια της. Η ώρα της ημέρας που μέσα σε δέκα λεπτά, η πρωινή δροσία γίνεται αφόρητος καύσωνας.
Στην διάβαση πεζών, εστάθηκε μια κοπέλλα.
Σάννα τζιαι εφκήκε που ταινία του Κουστουρίτσα.
Την ώρα που εξεκίνησε να διασταυρώνει, ούλλα αρκέψαν να κινούνται σε αργή κίνηση τζιαι που μακριά ακούετουν ένα σαξόφωνο σαννα τζιαι είμασταν σε μπάρ της Νέας Ορλεάνης. Το μόνο που εμίνησκε ήταν να σταματήσει στην μέση της διάβασης, να σάσει το τακκούνι της τζιαι να γυρίσει να κοιτάξει με νόημα, τον αρσενικό πλυθησμό της περιοχής που εσάστησε πάνω της.
Κάτι τέτοιο εν έγινε φυσικά. Άναψε πράσινο τζιαι αμέσως η μουσική εσταμάτησε, όπως το πικαπ που του τραβάς απότομα τον οδηγό. Οι οδηγοί, εθυμηθήκαν ότι πρέπει να παν δουλεία τζιαι αρκέψαν να μουγκρίζουν τες μηχανές τζιαι να παίζουν τες πουρούες για να βιαστεί.
Που να βουρήσει όμως η καημένη με το τακκούνι τζιαι το στενό το φόρεμα. Έκαμε ένα – δυο βιαστικά, φοιτσιασμένα τζιαι βιαστικά βήματα, τζιαι λλίο πριν να φτάσει στο άλλο πεζοδρόμιο εκουτσούφλησε τζιαι λλίο έλειψε να ξαπλώσει φαρδία, πλατία στον άσφαλτο.
Πριν να ξεκολλήσω που την σκηνή, τζιαι να παλάρω προς ολοταχώς στην καθημερινότητα μου, ακούω μια φωνή δίπλα μου. "Ήντα πράματα κάμνει ο θεός αμα έσιει όρεξη α;"
Ένας ντελιβεράς, με το τσιάρο στο στόμα τζιαι ένα χαμόγελο αλληλοκατανόησης, εκοίταζε με τζιαι επερίμενε απάντηση.
Στα επόμενα φώτα, εσταμάτησε δίπλα μου. Λαλεί μου "Εν τέλια πέλλοι ρε μες τουντη χώρα. Λλίο έλειψε να πατήσουν την κοπελλούα. Σκέφτου εμάς". Εχαμογέλασα τζιαι εσυμφώνησα.
Που τζείνη την μέρα, εγινήκαμε φίλοι. Όποτε ανταμωθούν τα φανάρκα μας, σιερεθκιούμαστε τζιαι χαμογελούμε σάννα τζιαι είμαστε παλιοί γνωστοί.
Σήμερα το πρωί, είδε με στα απέναντι φώτα τζιαι εφώναξε μου να γυρίσω να με σιερετήσει. Εν ξέρω καν το όνομα του. Απλά έτυχε να μοιραστούμε μια καθημερινή στιγμή στην πόλη που ζούμε.
Ζείς έτσι καταστάσεις μες το αυτοκίνητο σου; Εν ζεις. Έννε;