05
Nov 12

Ο Παναγιώτης

Είχα δει τον Παναγιώτη να αράζει έξω που το σουβλιτζίδικο του τζαι να χαζεύκει. Μεσημέρι, τζιαμέ που άλλοτε ήταν πνιμένος της δουλειάς, τζείνη τη μέρα απλά εκάθετουν τζαι εθώρεν τα αυτοκίνητα που ερέσσαν.

Την ώρα που επερνούσα, εκούμπαν πίσω τζαι εχάζευκε τον ουρανό. Εν με είσιεν δει.

Εκοντοστάθηκα, «Γεια σου γείτο!», είπα. «Γεια σου αγόρι μου» απάντησε χαμογελαστός. Σαν να  τζαι εν ήθελε να ανοίξει κουβέντα μαζί μου, έπιασε το κινητό του τζαι άρκεψε να ποσκολιέται. Οι κινήσεις του νευρικές. Εφάνηκε μου βιαστικός τζιαι λλίο απότομος. Εν έδωσα σημασία.

Το σουβλιτζίδικο άνοιξε πριν 2 χρόνια, τζαι κάθε μεσημέρι εγίνετουν πανζουρλισμός. Κόσμος που τα γραφεία γύρω επερίμενε να πιάσει σουβλάκια τζαι άλλοι τόσοι εκάθουνταν στα τραπέζια να τους σερβίρει. Το πιο σύντομο που σου ελαλέν για να σου ετοιμάσει την παραγγελία, ήταν 40 λεπτά. Ούτε λόγος για ντελίβερι, «Τα σουβλάκια πρέπει να τα τρώεις την ώρα που τα φκάλλω που το σουγλί», ελάλεν.

Τα σουβλάκια του Παναγιώτη, εφκάλαν γλήορα καλό όνομα στην περιοχή. Εβουττούσεν τα σε μια σάλτσα, δικής του επινόησης, τις οποίας τα υλικά δεν ελάλεν. Εσύγκοψα ότι πρέπει να είσιεν μέσα τομάτα τζαι γιαούρτι. Ότι τζαι να είσιεν μέσα πάντως, τα σουβλάκια του ήταν λουκούμι τα μαυρογέριμα.

Την πρώτη φορά που τον εγνώρισα, ερώτησε με τι δουλειά κάμνω. «Ασχολούμαι με υπολογιστές» είπα. «Μα κκοπιούτερ τζαι πελλάρες;» απάντησε «ύστερα που λλία χρόνια εν θα βρίσκετε δουλειά, αφού πλέον ούλλα εν μες το ίττερνετ, ποιος εννα σας έσιει ανάγκη εσάς;».

Εντζίστηκα λλίο για να είμαι ειλικρινής τζαι ήταν στην άκρα της γλώσσας μου να του πω άσιημη κουβέντα. Έδωκα πάντα στον θυμό όμως, εχαμογέλασα τζαι επήρα το σαν αστείο. Όντως αποδείχτηκε καλή κίνηση. Αναπτύξαμε την καθαρά Κυπριακή σχέση πελάτη/σουβλιτζιή τζαι  όποτε επάεενα τζιαμέ ετζιέρνα μου μπύρα τζαι έβαλλε μου καμιά μιλλού παραπάνω μες την πίττα μου.

«Άμα σταματήσει η γη να γυρίζει, εννα σταματήσει τζαι ο Κυπραίος να τρώει σουβλάκια» είπε μου μόλις άρκεψε η κρίση «εμείς εν φοούμαστε». Όσο εμεγάλωνε η κρίση όμως, τόσο ελλιάνισκεν ο κόσμος στο σουβλιτζίδικο. Τζιαμέ που ετρώαν θκυό τζαι τρείς φορές την εβδομάδα, τωρά τρων μια, θκυό φορές τον μήνα.

Τον περασμένο μήνα έθκιωξε τους υπαλλήλους του. Την περασμένη εβδομάδα είδα τον να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια στον δρόμο. Εχτές η περιπτερού, είπε μου ότι επούλησε τον εξοπλισμό του τζαι ψάχνει δουλειά.

Τζείνη τη μέρα που τον είδα εφοάτουν μήπως τζιαι ρωτήσω τον, τι κάμνει τζιαμέ, πως παν οι δουλειές. Τι να μου ελάλεν, ότι η κοινωνία πλέον, αντί να τρώει σουβλάκια, τρώει ανθρώπους;


08
Oct 12

Αγάπη

Τα μεσημέρια του Σαββάτου, η Έλενα παίρνει τα μωρά να φαν χάμπουρκερ. Έτσι εν η συμφωνία που έκαμαν. Ούλλη την εβδομάδα εν φρόνιμοι, θκιαβάζουν,  τζιαι τρων τα φασόλια ή τα λουφκιά τους. Έτσι τζιαι η Έλενα εν συνεπής τζιαι δικάιη, το Σάββατο, παν στο φαστφουντάδικο, παραγγέλλουν ότι θέλουν τζιαι παίζουν στον παιδότοπο.

Μόλις επάρκαρε το αυτοκίνητο, οι μιτσιοί, ο Πάρης τζιαι ο Αντώνης, εσιονοστήκαν έξω, όπως το νερό έξω που το φράγμα. Με την ίδια ορμή τζιαι με την ίδια αίσθηση ελευθερίας. Ασυγκράτητοι εβουρήσαν προς το ταμείο να παραγγείλουν το φαί τους. Η Έλενα εποφύσισε, εκούμπησε στιγμιαία πίσω στο κάθισμα τζιαι με μια αποφασιστική κίνηση άνοιξε την πόρτα.

Χαμογελαστή, επερπατούσε πίσω τους, φωνάζοντας τους να προσέχουν. Εφάαν, τζιαι μετά το φαί, οι μιτσιοί επήαν να παίξουν στον παιδότοπο. Η Έλενα εφκήκεν έξω, εστάθηκε δίπλα που το πάρκινγκ τζιαι  άναψε τσιγάρο. «Πολλή ζέστη», εσκέφτηκε τζιαι εσκούπησε τον ιδρώτα που τα βλέφαρα της.

Το βλέμμα της, έππεσε μέσα στο εστιατόριο, σε μια απόμερη γωνιά απομακρισμένη που τα άλλα τραπεζάκια. Θκυο μιτσιοί, εκάθουνταν τζιαμέ. Εντζίζαν ο ένας του άλλου τζιαι επειράζουνταν. Ξαφνικά ο ένας επέρασε το σιέρι του γυρώ που τους ώμους του άλλου. Ό άλλος ακούμπησε το κεφάλι του στο στήθος του φίλου του τζιαι ο πρώτος εφίλησε του γλυκά τζιαι απαλά τα μαλλιά.

Εμείναν έτσι για κάποιες στιγμές, ακίνητοι, ανέμελοι, σάννα τζιαι ήταν οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στην γη. Πίσω τους η Έλενα, με την καύτρα του τσιγάρου να πλησιάζει επικίνδυνα τα δάκτυλα της. Σαστισμένη, αποσβολωμένη σάννα τζιαι επαρακολουθούσε το πιο συγκλονιστικό έργο του κόσμου.

Στο νού της ήρτεν μια νύχτα που εκάθετουν με τον Μιχάλη σε ένα παγκάκι, στον λόφο του Πλατύ. Επέρασεν το σιέρι του μέσα που τα μαλλιά της τζιαι ετράβησεν την πάνω του. Έκλεισε τα μάθκια της για μια στιγμή τζιαι η άυρα του καλοτζιαιρκού εθύμησε της την ζεστή του ανάσα στον λαιμό της. «Αγαπώ σε», άκουσεν την φωνή του, σαν πριν 10 χρόνια να της λαλεί. Το κορμί της ούλλο να γίνεται ένα κομμάτι σίερον ηλεκτρισμένο, τζιαι τα σιείλη της να γυρεύκουν τα δικά του, σάννα τζιαι εν το τελευταίο πράμα που ήταν να γευτούν.

Ένιωσεν ένα σιέρι να της τραβά την μπλούζα της. Εξιππάστηκε, άνοιξε τα μάθκια της τζιαι είδεν τον Πάρη, τον γιό της τον μιτσή να την θωρεί. Με ύφος μυστικού τζιαι με φωνή απορημένη είπε της «Μάμμα, τζείνοι οι θκυό οι άντρες τζιαμέ γιατί φιλιούνται;». Άπλωσε το σιέρι της, εχαμογέλασε τζιαι εχάδεψε του τα μαλλιά, λαλώντας «Επειδή αγαπιούνται μάθκια μου».


20
Jul 10

Καλοκαίρι 2010

Εχάζεψα να θωρώ τον τοίχο. Εν ξέρω για πόση ώρα αφαιρέθηκα. Εκόλλησα το κεφάλι μου στο ακουμπηστήρι της καρέκλας τζιαι άπλωσα τα πόδια μου κάτω που το γραφείο, ανάμεσα στα σύρματα του υπολογιστή. Όπως τον κατάδικο που του δείννουν την μάππα πας τα πόθκια τζιαι εν μπορεί να κινηθεί, μόνο που στα πόθκια μου εμένα έσιει μπλεγμένα σύρματα της οθόνης τζιαι εξτένσιον του πολύπριζου.

Νιώθω σαν ένα κομμάτι άμορφου, ακανόνιστου υλικού που το εξαπωλήσαν που ψιλά τζιαι έππεσε με ένα πολλά άτσαλο τρόπο πάνω στην πλαστική καρέκλα του γραφείου. Προσπαθώ να νιώσω άνετα, αλλά εν μπορώ.

Εγύρισα το βλέμμα προς το τηλέφωνο, 4 χαμένες κλήσεις λαλεί. «Εν θα σε ρωτήσω ποιος ήταν!» είπα του που μέσα μου τζιαι εδύκλισα αλλού.

Τίκκι, τόκκο τα σιέρκα του συναδέλφου πάνω στο πληκτρολόγιο του.  Ο ρυθμός του γραφείου. Πλήκτρα, κουμπία τζιαι ο υπόκωφος θόρυβος της τουρπίνας του έαρκοντισιον. Το σάουντρακ της μέρας μου.

Εσηκώθηκα που την καρέκλα τζιαι άνοιξα την πόρτα της τζαμαρίας για να φκώ έξω.

Σάννα περπατάς μέσα σε φούρνο. Η διαφορά στην θερμοκρασία εν αισθητή.

Έκλεισα τα μάτια μου τζιαι ένιωσα τα βλέφαρα μου να δρώννουν. Άνοιξα το στόμα μου τζιαι αντικατέστησα τον κρύο αέρα του γραφείου με τον βραστό της ατμόσφαιρας έξω. Η πυρά ένωσε τα σιείλη της με τα δικά μου, τζιαι έβαλε την γλώσσα της στο στόμα μου. Σάννα τζιαι εφίλησε με γλυκά, παθιασμένα ο ουρανός. Η μέρα αγκάλιασε με τζιαι τα σιέρκα της βραστά, απαλά, αόρατα αρκέψαν να χαιδεύκουν το κορμί μου.

Καλοκαίρι.

Απέναντι μου ένα χωράφι καμένο που τον ήλιο. Τα χόρτα ξερά, κίτρινα τζιαι το χώμα καφέ ανοιχτό, όπως το δέρμα της καμήλας. Ένας κάττος κάθετε στην σκιά μια πολυκατοικίας.

Θυμούμαι τα γόνατα μου άσπρα, σκονισμένα τζιαι τα σιέρκα μου να μπήουνται, να πληγώνουν την γή. Το ζεστό χώμα, τα μεσημέρκα του καλοτζιερκού που εκλείαν τα σχολεία. Πριν να αρχίσω να φοούμε το χώμα. Που εγυρέφκα οσιο να κάτσω που κάτω να γλυτώσω που τον λάλλαρο.

Η γιαγιά μου να φωνάζει να μπώ σπίτι, ότι εννα μου φατσίσει ο ήλιος πας την κκελλέ τζιαι εννα λυποθημήσω. Τζιαι εγώ, να κάθουμε κάτω που την ακακία, στην κορυφή της καφκάλλας, να ακούω τον ζίζηρο να τραουδά τζιαι να σύρνω πέτρες στον γκρεμμό.

Ο ζίζηρος, που γεμώνει τον αέρα το καλοτζιέρι. Εστίασα την προσοχή μου στο μονότονο τραούδι του τζιαι ηρέμησα. Για πέντε λεπτά ούλλες μου αισθήσεις ήταν σε ένα χωράφι στην γειτονιά που εμεγάλωσα. Εδραπέτευσα που το μπαλκόνι του γραφείου.

Η φύση γυρώ μου να μου λαλεί «Αγαπώ σε» τζιαι εγώ δαμέ, διμμένος σε χρονοδιαγράμματα τζιαι αρχεία του υπολογιστή. Θέλω να σταθώ στο πεζούλι τζιαι να ανοίξω τα σιέρκα μου να ππέσω στην αγκαλία του καιρού. Να κουρνιάσω στην ζεστασιά του, άνενοιας, χωρίς προβλήματα τζιαι προθεσμίες.

Χριστέ μου, πόσο όμορφος εν ο ήλιος το καλοκαίρι. Πόσο οικίος είναι τζιαι πόσο άπιαστος φαίνεται έτσι ώρες.

Νιώθω σαν το παπαγαλούι που το αφήνουν νάκκο έξω που το κλουβί του τζιαι νιώθει ελεύθερο για λλίο. Ώσπου να τραβήσουν το σιοινί τζιαι να το χώσουν μέσα πάλε, να τραουδά για να ικανοποιεί τους ιδιοκτήτες του.

Κάποτε οι εποχές αλλάζαν πάνω μου. Αλλάζα εγώ, άλλαζα ούλλος. Εγίνουμουν καλοτζιαίρι, σιειμώνας, βροσίη, χώμα, νερό κρυό, βραστό, δρώμα τζιαι αέρας. Ελευθερία.

Τωρά απλά αλλάζω μπάκραουντ στο κομπιούτερ. Τζιαι θωρώ τους αριθμούς του ημερολογίου να προχωρούν. Σκλάβος, του συστήματος. Σκλάβος, του εαυτού μου.

Άνοιξα τες παλάμες μου να νιώσω την ζέστη του γρανίτη πιο έντονα. Ένιωσα την πρώτη σταγόνα ιδρώτα να κατατρακυλά που τον λαιμό μου, μέσα που το πουκάμισο, να περνά που το στήθος μου τζιαι να κατευθήνεται προς την κοιλιά μου. Σαν ένα κρυό, δροσιστικό φίδι που ξυπνά ούλλες μου τες αισθήσεις.

Πόσοι μισθοί εννα μου ξωφλήσουν τα καλοκαίρια που χάννω. Πόσα λεφτά γοράζουν τα παιχνίθκια που χάννω στο χώμα, στην θάλασσα. Την ηρεμία, την ξεγνοιασιά, την αυτάρκεια. Πουλιέται έτσι μέρα; Εγώ γιατί την πουλώ;

Αχ..μέρα μ’ ηλιο σαν κι αυτό, να την τρώει τ’ αφεντικό…


21
Apr 10

Ο κύκλος που έκλεισε.

Πολλοί που εσάς θα έσιετε διαβάσει άρθρα μου στην εφημερίδα Πολίτης.

Με τον Πολίτη συνεργάζουμε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο περίπου. Εν μια συνεργασία που εξεκίνησε πολλά απρογραμμάτιστα τζιαι αυθόρμητα. Μια φίλη που τον Πολίτη εδιάβασε κάποια που τα άρθρα μου, αρέσαν της τζιαι επρότεινε μου μια μικρή στήλη στο “Παράθυρο” της Κυριακής.

Ξεκαθαρίζω για πρώτη τζιαι τελευταία φορά, ότι εν επλερώθηκα ούτε σέντ που τον Πολίτη ούτε τζιαι εζήτησα λεφτά. Ότι έγραφα, έγραφα το επειδή εγούσταρα τζιαι για κανένα άλλο λόγο.

Εδώ και 80 περίπου εβδομάδες, γράφω ένα μικρό άρθρο, γύρω στες 500 λέξεις, για να δημοσιευτεί στον Πολίτη της Κυριακής. Το ίδιο άρθρο δημοσιεύκεται τζιαι στο μπλόγκ μου παράλληλα.

Στες αρχές ήμουν ενθουσιασμένος τζιαι κάθε εβδομάδα επροσπαθούσα να γράψω κάτι καλύτερο. Με τον τζιαιρό όμως, άρκεψα να στερεύκω, εν ήξερα τι να γράψω τζιαι αρκετές φορές έγραφα το πρώτο πράμα που μου εκατέβαινε για να παραδώσω κάτι.

Σιγά, σιγά άρκεψα να αρκώ να στείλω άρθρο τζιαι έστελλα το τελευταία στιγμή. Έτσι εταλαιπωρούσα τους συντάκτες τζιαι γενικά όσους εβουρούσαν να κανονίσουν την έκδοση της Κυριακής.

Τα πιο πάνω όμως ήταν τα τελευταία μου προβλήματα. Υπήρχαν άλλα πράματα που με ενοχλούσαν παραπάνω.

Εκατέληξα που μπλόγκερ να γίνω “δημοσιογράφος”. Έγραφα κάτι για την εφημερίδα τζιαι μετά για το μπλόγκ μου. Αντί να εν η εφημερίδα ο καθρέφτης του μπλόγκ μου, εγίνηκε το αντίθετο. Το μπλόγκ μου εγίνηκε το αντίγραφο της εφημερίδας.

Η εφημερίδα επίσης, ένιωθα να με περιορίζει σε κάποια πράματα. Οι 450-500 λέξεις το πολλή, εν εμπορούσαν να εκφράσουν ακριβώς τα πράματα που ήθελα να πώ. Όποτε είχα κάτι να πω, ένιωθα ότι έλειφκεν ο τόπος στο χαρτί.

Τέλος, έμαθα να γράφω πάντα επειδή θέλω τζιαι όχι επειδή πρέπει. Μπορεί να κάμω ένα μήνα να γράψω κάτι, αλλά άμα εννα κάτσω να γράψω, εννα φάω ώρα, να το γράψω όπως νιώθω τζιαι όπως θέλω.

Εν εμπορούσα να συνεχίσω έτσι. Απογοήτευκα τον εαυτό μου, νιώθω ότι απογοήτευκα τους ανθρώπους που με εμπιστευτήκαν να γράφω τζιαμέ τζιαι ένιωθα μια αφόρητη πίεση κάθε φορά που έπρεπε να γράψω κάτι.

Ίσως να εν τζιαι ο τρόπος ζωής μου. Δουλεύκω που το πρωί ως την νύχτα τζιαι η δουλεία μου μπαίνει πολλα μες την ζωή μου. Στην δουλεία μου πρέπει να είμαι συνεπής τζιαι είμαι. Τζιαι θελω να είμαι συνεπής σε οτιδήποτε κάμνω στην ζωή μου. Αν δεν εμπορούσα να είμαι συνεπής με την εφημερίδα, έπρεπε να σταματήσω.

Έτσι λοιπόν, που την περασμένη Κυριακή, οι “Ιστορίες της Νέας Λήδρας” στον Πολίτη της Κυριακής, εφτάσαν στο τέλος τους. Ενας κύκλος που έκλεισε.

Εν έχω κανένα παράπονο που την εφημερίδα τζιαι τους ανθρώπους που εσυνεργάστηκα.

Αντιθέτως. Εκέρδισα πάρα πολλά πράματα που πλευράς εμπειρίας. Ανακάλυψα σε ποιό είδος συγγραφής έχω κλήση τζιαι κάποια που τα πράματα που έφκαλα μέσα που τούτη την πίεση, νομίζω εν που τα καλύτερα πράματα που έγραψα ποττέ. Έχω σχεδόν 80 κομμάθκια γραφής για τα οποία είμαι ιδιαίτερα περήφανος (είτε αρέσαν, είτε όχι) τζιαι επραγματοποίησα ένα που τα όνειρα που είχα πάντα. Να γράφω σε εφημερίδα.

Οι συνεργάτες μου ήταν άψογοι τζιαι πραγματικά ευχαριστώ τους για την εμπιστοσύνη που μου εδείξαν τζιαι την ευκαιρία που μου εδώσαν.

Επι της ευκαιρίας, έθελα ειδοποιήσω την πασιά που μου την είπε στο “Σκαλί” μια νύχτα πριν 2 χρόνια ότι αν ετηλεφώνησε στον Πολίτη να τους πεί να μεν ξαναδημοσιεύσουν άρθρο δικό μου, μάλλον εκλάσαν την.

Το ότι σταματώ που τον Πολίτη, εν σημαίνει ότι δεν θα ξαναγράψω σε εφημερίδα. Σημαίνει ότι προς το παρών, δεν μπορώ να το κάμνω. Σε τούτη την περίοδο της ζωής μου, τουλάχιστον. Ίσως πιο μετά να το ξαναδοκιμάσω, κάτω που άλλες συνθήκες. Άμα έχω κάτι να γράψω, που νομίζω ότι μπορεί να δημοσιευτεί, εννα το στέλλω. Αν υπάρχει χώρος τζιαι διάθεση ας το δημοσιεύκουν.

Το μπλόγκ πλέον δεν ονομάζεται νέο Λήδρας. Δεν έσιει καμιά σχέση με το τί ήταν το Ledras.com πριν 6 χρόνια. Εν τζιαιρός λοιπόν να φύει ο διαχωρισμός του νέο τζιαι παλιό Λήδρας. Όσοι δεν έσιετε ιδέα για τί πράμα μιλώ, καλύτερα να μεν μάθετε. Όσοι ξέρετε για τι πράμα μιλώ, καταλαβαίνετε ακριβώς γιατί το λαλώ.

Ξεκινά ένας καινούργιος κύκλος για το μπλόγκ τζιαι γενικά για την ζωή μου. Αποφάσισα να συγκεντρωθώ στα πράματα που με ευχαριστούν τζιαι να σκαρτάρω τα πράματα που με πιέζουν τζιαι που με εκνευρίζουν. Ως πάρατζει.


25
Mar 10

Η Στοά

Μόλις είχα φύει που το σπίτι κάποιου φίλου στο Newcastle, την πόλη που εσπούδασα για ένα περίπου χρόνο. Ήταν κατά η ώρα δύο το πρωί. Καθημερινή, οι δρόμοι της πόλης όφκιεροι.

Κανένας δεν κυκλοφορεί έτσι ώρες στην Αγγλία, πόσο μάλλον στο Newcastle που το κλίμα εν λλίο καλύτερο που τον Βόρειο Πόλο. Έννεν ακριβώς πολλή κρυάδα, οι θερμοκρασίες εν στην σιειρόττερη περίπτωση λλίο πιο πάνω που το μηδέν. Εν το ότι φυσά πάντα ένας παγωμένος αέρας που τρυπά τα κόκκαλα σου, όπως μια καυτή σμίλα εννα ετρυπούσε ένα κομμάτι βούτυρο.

Επερπατούσα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Λλίο παρακάτω, δυο υπάλληλοι του δήμου εσυνοδεύκαν ένα φορτηγό τζιαι εσκορπίζαν άλας στους δρόμους για να μεν παγώσουν τζιαι να εν επικίνδυνοι.

«Χαράς την κράση τους», είπα τζιαι εκούρνιασα όσο πιο μέσα στο σακκάκι μου εμπορούσα.

Λλίο πριν το σπίτι μου, υπάρχει μια στοά δίπλα που μια γέφυρα. Εν συντόμι τζιαι συνήθως χρησιμοποιούν το φοιτητές για να διασταυρώνουν την λεωφόρο που περνά κάτω που την γέφυρα.

Τες νύχτες, η στοά δεν φοτίζεται. Υπάρχει ένα φώς στην αρχή της στοάς τζιαι ένα στο τέλος, τζιαμέ που ξεκινά η γέφυρα πάνω που τον δρόμο. Για να φτάσει κάποιος στην στοά, πρέπει να ανεβεί μια γυριστή, πέτρινη σκάλα που καταλήγει σε ένα διάδρομο.

Εν ξέρω εν επικίνδυνη η στοά τζείνη. Εν σίουρα φοιτσιάρικη. Τα δεκαπέντε σκοτεινά μέτρα που χρειάζεται να περπατήσει κάποιος για να φτάσει στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου τζιαι στο φώς του δρόμου, μοιάζουν ατέλειωτα.

Ανέβηκα την σκάλα βιαστικά τζιαι επερπάτησα γλίορα για να φτάσω στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Στην μέση της διαδρομής εκοντοστάθηκα τζιαι εγύρισα να δώ μέσα στην στοά. Ο ήχος των βημάτων μου εσταμάτησε τζιαι ο ήχος της πόλης που έπαιζε στο φόντο τόση ώρα, εγέμωσε την ατμόσφαιρα γυρώ μου.

Αριστερά, ένα παλιό κτήριο, γεμάτο γκράφιτι τζιαι δεξιά η στοά. Σκοτεινή, μυστήρια, όφκιερη. Τζιαι τα αυτοκίνητα να περνούν μανιασμένα κάτω που την γέφυρα λλίο παρακάτω. Τα πρωινά που επερνούσα που μέσα για να πάω πανεπιστήμιο, έβρισκα πλαστικές μπουκάλες μιλίτη τζιαι μισοτελειωμένα κεμπάμπ που το γυράδικο του Τούρκου λλίο πιο κάτω.

Σίουρα, έννεν τέρατα που εφουλιάζαν τες νύχτες μέσα στην στοά. Για καλό τζιαι για κακό όμως, ελάλουν της συγκάτοικου μου, της Έλενας, να προσέχει να μεν χρησιμοποιεί τζείνο τον δρόμο αμα ενύχτωνε τζιαι μετά.

Απορροφήθηκα για λλίο στο σκοτάδι της στοάς. Είχα ξεθαρρέψει τζιαι συνηθίσει το σκοτάδι της, ως τζείνη την στιγμή. Εν με φοίτσιαζε πλέον, ήδη ήμουν μπροστά της για δύο λεπτά τζιαι εν είχα πάθει απολύτως τίποτε. Επερίμενα να δώ τέρατα να κάθουνται στα σκαλιά τζιαι να ρουφούν μιλίτη. Να γελούν μεθυσμένα τζιαι να περιμένουν κάποιον να περάσει για να τον καταβροχθίσουν.

Τίποτε όμως.

Ώσπου τζιαι άκουσα μια φωνή πίσω μου. “Hey, mate!”.

Εκοπήκαν τα πόθκια μου τζιαι η καρδιά μου εφάκκαν σαν του λαού που περιμένει τον τζινηό να τον χτάρει. Εγύρισα να δώ. Θκύο μεθυσμένοι Εγγλέζοι που εμισοπερπατούσαν τζιαι εμισοκουτσουφλούσαν. Εσταματήσαν μπροστά μου τζιαι ερωτήσαν με αν ξέρω που μπορούν να έβρουν πουτάνες.

“I’ve no idea mate”, είπα τζιαι επροχώρησα να φύω.

“Wanker, foreigner”, είπε ο ένας. Εγύρισα τζιαι είδα τον. Κάτι εφώναξε σε ακαταλαβίστικη, μεθυσμένη, αργκό διάλεκτο τζιαι εκλώτσησε ένα γυάλινο μπουκάλι προς το μέρος μου.

Εγύρισα που την άλλη, τζιαι ετράβησε ο καθένας τον δρόμο του.