Εμεγάλωσα σε ένα σπίτι Ομονοιάτικο. Ο παπάς μου έσιει τέσσερα αδέρφκια. Ούλλοι Ομονοιάτες. Τζαι οι ανιψιούες μου, θυμούμαι ότι ήταν πάντα με τα σιάλλια της Ομόνοιας, με τες φανέλλες τες πράσινες με το τριφύλλι τζαι τις άσπρες γραμμές στα μανίτζια.
Οι αρφούες μου, τζαι τζείνες με την Ομόνοια. Στα κρεβάθκια μας, αυτοκόλλητα του Καϊάφα, του Μίτσινετς τζαι του Πέτσα. Στα τραπέζια τα οικογενειακά, εβάλλαν με οι θκιούες μου τζαι ετραούδουν τους το «Εμπρός Ομόνοια, για νέες νίκες πάμε» τζαι εδιούσαν μου τσιφτέ να παίξω μηχανούες. Ακόμα τζαι σήμερα, που δεν ασχολούμαι με την μάππα τζαι δεν έχω ιδέα, ούτε ποιοι παίζουν, ούτε ποια θέση εν η Ομόνοια, άμα με ρωτήσει κανένας, λαλώ ότι αρέσκει μου η Ομόνοια.
Η πρώτη φορά που επήα μάππα, ήταν στα τέλη τις δεκαετίας του ’80. Έπαιζεν η Ομόνοια με τον Ολυμπιακό, στο παλιό ΓΣΠ. Με τον ήλιο τον καλοτζιαιρινό να κρούζει την κκελλέ μου, επειδή τα ματς εγίνουνταν μεσημέρι. Με τες φωνές τον παιχτών, τζαι κάτι θυμοθκιάρηες γέρους που εσηκώνουνταν πάνω τζαι εφωνάζαν άμα κανένας παίχτης έχαννε την μάππαν.
Εγόρασεν μου ο παπάς μου πόμπα, τυλιμένη μες την λαδόκολλα. Εμείναν μου παραπάνω οι μυρωθκιές τζαι η αίσθηση που μου εδίαν το περιβάλλον, παρά το ίδιο το ματς. Ούτε πόσα-πόσα ετέλειωσεν δεν θυμούμαι. Στο νου μου έχω τον παπά μου σε κάποια φάση να σηκώνεται που την κερκίδα τζαι να φωνάζει «κόουλ», να χαμογελά τζαι να χειροκροτά μαζί με τους υπόλοιπους οπαδούς. Ετέλειωσεν η μάππα τζαι μετά που εφεύκαμε, εσταθήκαμε στην σειρά να πιάμε σάντουιτς τζαι κόκα – κόλα που τον Γιαπανά τζαι να πάμε σπίτι. Ήταν σαν να τζιαι επήαμε σινεμά.
Στο σχολείο, οι παραπάνω μου συμμαθητές ήταν με το ΑΠΟΕΛ. Θυμούμαι κάποιαν περίοδο η Ομόνοια έτρωέν τες συνέχεια τζαι έτρωα πολλύν περιπαίξιμο. Άμα εχωριζούμαστε να παίξουμε μάππα το διάλειμμα εν με επιάνναν επειδή είμαι Ομονοιάτης, άρα εν είμαι καλός επειδή τρώει τες συνέχεια η ομάδα μου. Με τον τζαιρό, άρκεψε τζαι το σοβαρό το πείραγμα.
Οι ΑΠΟΕΛίστες που εθέλαν τζαι εμπορούσαν να επιβάλουν την γνώμη τους, λόγω του σωματότυπού τους, εγίναν πρόβλημα σε κάποια φάση. Εβαρέθηκα να μου κλώννουν το σιέριν μου ώσπου να πω ΑΠΟΕΛ τζαι να μου βάλλουν κλάππες πας την βεράντα. Εβρέθηκα στην μέση μιας αντιπαράθεσης που δεν με έκοφτεν τζαι που δεν είσιεν νόημα να εκφέρω γνώμη.
Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά, εσταμάτησα να ασχολούμαι με την μάππα τζαι άφηκα τους συμμαθητές μου να τσακκώνουνται μεταξύ τους για το ποιος εν ο καλύτερος παίχτης, ο Ξιούρουππας ή ο Ιωάννου. Με τα γεγονότα που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στα γήπεδά μας, εκατάλαβα ότι καλά έκαμα τζαι επαρέτησά τους. Όπως φαίνεται, τα κωλόπαιδα που εκλώνναν σιέρκα πριν 20 χρόνια, τωρά μαστουρώννουν, σύρνουν πέτρες τζαι φκάλλουν μάθκια.
10 χρόνια πριν που σέναν, οι ίδιου τύπου τύποι, του αρφού μου εσβήνναν του τσιάρα πας το στέρνο γιατί στο φυλάκιο στην Βυζατζιά όταν ήταν νέος, εζητούσαν του να πει “ζήτω το αποέλ” τζιαι δεν ελάλεν τίποτε ( ελάλεν που μέσα του “ζήτω η Σαλαμίνα”). Τζιαι 1ο χρόνια πριν, τον αρφό μου, οι ιδίου τύπου τύποι, τον Κώσταν Μισιαούλην επήραν τον έξω του χωρκού τζιαι εφυτέψαν του μερικές σφαίρες μες το σώμα.
Δεν νομίζω ότι τούτη ιστορία ετέλειωσεν ή θα τελειώσει ποττέ. Μακάρι όμως να μείνουν πάντα περιθόριον όπως είναι στην ουσία τα τελευταία χρόνια, για να μπόρουν αθρώπου να έχουν την επιλογήν να πουν “επαραίτησα τους”.