10
Feb 14

Κυπριακή Κύπριακη

Πριν λλίες μέρες επήαμεν οικογενειακώς σε ένα γνωστό εστιατόριο – καφέ στην περιοχή των Φοινικούδων στη Λάρνακα. Όπως ούλλα τα μοντέρνα καφέ στην Κύπρο, όπου δικλήσεις έσ’ει μιαν τηλεόραση τζ’αι δείχνει μάππα. Πά’ στους τοίχους, πά’ στες κολώνες, πά’ στους πάγκους. Αλλό λλίον έννα έσ’ει τζ’αι πά’ στες πλάτες των γκαρσονιών άμπα τζ’αι χάσουν οι Κυπραίοι καμιάν κλοτσιά. Συνήθως έσ’ει τζ’αι μια μεγάλη τηλεόραση, θκιακόσιες ίντσες μες στη μέση του μαγαζιού που έν’ τζ’αι το επίκεντρο της προσοχής.

Την ώρα που εκάτσαμεν έδειχνεν εγγλέζικον ποδόσφαιρο. Η ένταση της τηλεόρασης ήταν χαμηλή τζ’αι έπαιζεν ‘που τα μεγάφωνα, όπως σε ούλλα τα κυπριακά εστιατόρια, ντισκοτσιφτετέλια της Κοκκίνου τζ’αι της Πέγκυς Ζήνας. Να μεν τα πολυλογώ, το μωρό εκατέβηκεν ‘που την καρέκλα τζ’αι εξεκίνησε να κάμνει γνωριμίες με τα Εγγλεζούθκια των γύρω τραπεζιών τζ’αι εγώ τζ’αι η κυρία μου απολαμβάναμε την μπίρα μας. Μια εντελώς μικροαστική, κλασική, οικογενειακή, κυπριακή Κυριακή.

Απέναντι ‘που την τηλεόραση ήρτεν τζ’αι έκατσεν ένας συμπαθητικός ηλικιωμένος κύριος με τον άγγοναν του. Όπως εκατάλαβα αργότερα, η θέση τζ’είνη ήταν τζ’αι μια που τες πιο καλές επειδή δεν υπήρχε κανένα απολύτως εμπόδιο μεταξύ του τραπεζιού τζ’αι της υπερμεγέθους τηλεόρασης.

Ο κύριος εφαίνετουν Κυπραίος, ενώ ο μιτσής έμοιζεν Εγγλεζούι. Μπορεί να ήταν η φανέλλα της Μάντσεστερ που εφορούσε, μπορεί να ήταν τα ξανθά μαλλιά του τζ’αι οι φακίδες, μπορεί να ήταν ότι επαράγγειλε μιλκσέικ βανίλια. Ο μιτσής έδειχνε να ενδιαφέρεται πολλά για το εγγλέζικο ποδόσφαιρο που έδειχνε η τηλεόραση.

Εν επέρασε μισή ώρα ‘που την ώρα που εκάτσαν τζ’αι θωρώ τον παππού να σηκώνεται πάνω τζ’αι να μαλλώνει με το γκαρσόνι τζ’αι τον ιδιοκτήτη. Που τα συμφραζόμενα τζ’αι τες φωνές του κυρίου εκατάλαβα ότι εζητήσαν του να σηκωθεί που το τραπεζάκι τζ’αι να πάει να κάτσει αλλού.

«Γιατί να αλλάξουμε τόπο; Αφού εν είσ’εν ταπελλούαν ότι έν’ κρατημένο την ώραν που ήρταμε. Τι σημαίνει να κάτσουμε αλλού; Γιατί εν μας το είπατε ‘που την αρκή να μεν κάτσουμε;». Στα πολλά, ο παππούς έσυρεν τους ένα δεκάευρω πάνω στο τραπεζάκι τζ’αι φανερά νευριασμένος έπιασεν τον μιτσήν ‘που το σ’έρι τζ’αι εφύαν.

Στα δέκα λεπτά εμπήκε της πόρτας μια οικογένεια. Ποτζ’είνες τες κλασικές τες πλουσιοοικογένειες της Κύπρου. Ο παπάς με κουστούμι της δουλειάς, αλλά χωρίς γραβάτα τζ’αι σακκάκι, η μάμμα βαμμένη με μαλλί του κομμωτηρίου, τσέντα Fendi στη μια μασχάλη τζ’αι το iPad στην άλλη. Τζ’αι ο κανακάρης, έφηβος με φόρμες, παπούτσια Nike τζ’αι σ’άλιν του ΑΠΟΕΛ.

Μόνο κόκκινα χαλιά έμεινε να τους στρώσει ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου. Έκατσεν τους ολόισια στο τραπέζι που εκάθετουν προηγουμένως ο παππούς, άλλαξεν κανάλι τζ’αι έβαλεν κυπριακή μάππα, έσβησε τη μουσική τζ’αι έβαλε διαπασών την τηλεόραση. Με το ‘σεις’ και με το ‘σας’, αρκέψαν να έρκουνται τα νάτσ’ος, οι μπίρες, τα καπουτσίνα τζ’αι τα γκαρσόνια να περιφέρονται ‘που πάνω τους όπως τες μούγιες πάνω που τον κότσιρο.

Είσ’εν σχέση η εκδίωξη του παππού με τον ερχομό της πλούσιας οικογένειας; Είμαι σίουρος ότι είσ’εν. Αθάνατη κυπριακή φιλοξενία.


03
Feb 14

Ο Δήμος

Επερπατούσα να πάω έσσω το μεσημέρι να φάω. Όπως ήμουν αχάπαρος, έχασα την γή κάτω που τα πόθκια μου τζαι ευρέθηκα, φαρδύς, πλατύς σε μια λάντα με λάθκια. Ετυλίξαν με τα νεύρα τζαι η αγανάκτηση. Που τζιαμέ που επερπατούσα χαρούμενος, σκεπτόμενος το λουβί που με επερίμενε σπίτι, εβρέθηκα ολοπούρπουλλος βουττημένος μες τα λάθκια, όπως το ξεσιειλισμένο το τάγκι. Επία έσσω, άλλαξα τζαι χωρίς να φάω εστράφηκα πίσω στον τόπο του εγκλήματος να πιάσω στο δημαρχείο να κάμω το παράπονο μου.

Ήμουν στην αναμονή για κανένα λεπτό. «Ως τζαι ο αυτόματος τους τηλεφωνητής ακούετε να βαρκέται που ζιεί» εσκέφτηκα. «…για να συνδεθείτε με την τηλεφωνήτρια..πατήστε το μηδέν» εσυνέχισε η ηχογραφημένη φωνή καλωσορίσματος. Επάτησα το μηδέν τζαι επερίμενα στο ακουστικό ακόμα λλίο, ώσπου τζαι σήκωσε το μια κοπέλλα.

«Ναι» είπε μου τζαι ένιωσα όσο άσιημα εννα ένιωθα αν εσύκωννα κάποιον που το κρεβάτι η ώρα 2 το πρωί.

«Χαίρεται» λαλώ της. «Ναι» απαντά μου ξανά. «Ήντα κέρατο» λαλώ που μέσα μου «μόνο ναι λαλεί τούτη; Άμπα τζαι έκαμα κανένα λάθος στα κουμπιά;». «Τι είναι εκεί;» συνεχίζω. «Ο δήμος» απάντησε με το ίδιο βαριεστιμένο τζαι άτονο ύφος.

Ο δήμος ακούεις. Ποιος δήμος; Σάννα τζαι ένα δήμο έσιει η Κύπρος. Ας μου ελάλεν «Δήμος τάδε Κύριε μου, μα εν ξέρετε που επιάσετε;» να με προσβάλει πως είμαι αχάπαρος. Να νιώσω όμως ότι κρατά πλάσμα ζωντανον το τηλέφωνον στην άλλη μερκά της γραμμής τζαι όχι υπνοβάτης.

Εν πάσει περιπτώση, εκατάλαβα ότι επροσπαθούσε να μου δώσει όσο πιο λλίη ανταπόκριση εγίνετουν για να διαρκέσει τζαι η συζήτηση μας ακόμα λλιότερο. «Θέλω να κάμω μια καταγγελία. Εν μαζί σας που πρέπει να μιλήσω;»

«Ναι» απάντησε μου ξανά τζαι έχασα κάθε ελπίδα για οποιαδήποτε ουσιώδη συζήτηση. Καλύτερα να έπιαννα κουβέντα με τον αυτόματο τηλεφωνητή, τουλάχιστον μαζί του υπήρχε μια κάποια υποτυπώδης αλληλεπίδραση.

«Έσιει μια οικοδομή δαμέ, τζαι εσιωνόσαν κάτι τάγγια με λάδι μες το δρόμο τζαι πας τα πεζοδρόμια. Έγλιασα πριν, τζαι λλίο έλειψε να σκοτωθώ. Έσιει δημοτικό δαμέ κοντά, νηπιαγωγείο, κυκλοφορούν κοτζιάκαρες, εννα έχουμε ατύχημα αν δεν το καθαρίσει κάποιος σύντομα.»

–          Εντάξει

–          Εντάξει, τι; Εννα στείλετε κάποιον να το καθαρίσει;

–          Ναι

–          Αφου εν σας είπα την οδό.

–          Ποια είναι η οδός;

–          Όδος Τάδε, πίσω που το ταχυδρομείο

–          Εντάξει

–          Έσιετε υπόψην το περιστατικό; Έπιασε σας κανένας άλλος;

–          Όχι

–          Εννα στείλετε κάποιον σήμερα;

–          Μάλλον

–          Ποια είναι η όδος είπαμε πρίν;

–          Τάδε

–          Ευχαριστώ, γειά σας.

–          Γειά σας.

Εκλείσαμε, χωρίς να είμαι βέβαιος αν εσυνεννοηθήκαμε. Ως την επομένη το απόγευμα, ο δρόμος ήταν ακόμα ολόλαδος τζαι εγώ εμάλλωνα με τον υπεύθυνο του εργοταξίου για να το καθαρίσουν.


27
Jan 14

Φτώχεια

Ξέρουμε ότι η Αφρική είναι η πιο υποανάπτυκτη τζαι φτωχή ήπειρος. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υποστηρίζει ότι παραπάνω που τριάντα, από τα πενήντα, πιο υποανάπτυκτα κράτη στον κόσμο, βρίσκονται στην Αφρική. Ο κόσμος έν’ φτωχός, δεν γίνονται έργα, το εργατικό προσωπικό δουλεύκει για ψίχουλα, δεν έχουν υποδομές, φάρμακα τζαι σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν καν σπίτια. Τζαι όμως, οι σοβαρές αναλύσεις δείχνουν ότι εδοθήκαν περισσότερα που πεντακόσια δισεκατομμύρια δολάρια στα κράτη της Αφρικής τα τελευταία χρόνια. Χώρκα τα χρέη που τους εχαρίσαν για να τους αλαφρύνουν. Γιατί συνεχίζουν να είναι σε τούτη την άθλια κατάσταση, ακόμα τζαι μετά που τόσες προσπάθειες οικονομικής ενίσχυσης;

Ένα απόγευμα έρευνας θα σας το επιβεβαιώσει, ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν βαστούν. Το πρόβλημα είναι ότι άμα βαστούν, είτε ξοθκιάζουν τα λανθασμένα είτε τρων τα, τα λάθος άτομα. Τα κράτη της Αφρικής, δεν ξέρουν να διαχειριστούν τα λεφτά που τους διά η Δύση. Η διαφθορά τζαι η απειρία στις κυβερνήσεις οδηγεί τα κράτη στην εξαθλίωση.

Αν τζαι το πρόβλημα στην Αφρική έν’ πολλά πιο πολύπλοκο που την απλοποίηση που έκαμα πιο πάνω, ας το κρατήσουμε σε τούτη την μορφή χάριν του παραδείγματος. Να το κρατήσουμε σαν απλό παράδειγμα του ότι έν’ φανερό ότι τα λεφτά μόνο δεν αρκούν για να λύσεις το πρόβλημα της φτώχιας τζαι της κοινωνικής εξαθλίωσης.

Τζαι έρκουμαι στα δικά μας. Νιώθω ότι αντιμετωπίζουμε την φτώσεια τζαι τα κοινωνικά προβλήματα γενικά, όπως σε κάποιες περιπτώσεις αντιμετωπίζουν οι υπόλοιπες χώρες τα προβλήματα στην Αφρική.
Νομίζω ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους [τζαι δαμαί σχολιάζω το σύστημα τζαι σε καμιά περίπτωση τον κάθε άνθρωπο που δουλεύκει τζαμαί] λειτουργούν σαν αξιολογητές του αν δικαιούται κάποιος λεφτά ή όχι. Εν υπάρχει έλεγχος, ή τουλάχιστον η στελέχωση των τμημάτων δεν ευνοεί τον έλεγχο τζαι την αποδοτικότητα της διαχείρισης των χρημάτων που δίνονται.

Για παράδειγμα, μια οικογένεια που δεν έσιει την μόρφωση ή έστω την καθοδήγηση να διαχειριστεί σωστά τα οικονομικά της, όσα λεφτά τζαι όσα επιδόματα τζαι να της δώσεις δεν θα δει χαΐρι. Στην περίπτωση της Ρουμάνας που επέθανε μες στα σκουπίθκια του σπιτιού της, νομίζω ότι το πρόβλημα δεν είναι το ότι δεν είσιεν επίδομα για δυο μήνες. Σίουρα επίσπευσε την κατάσταση, αλλά έσιει κανέναν που νομίζει ότι αν εσυνέχιζε να παίρνει το επίδομα τα πράματα θα ήταν διαφορετικά;

Το πρόβλημα είναι λλιόττερο οικονομικό τζαι περισσότερο παιδείας τζαι κοινωνικής διαπαιδαγώγησης. Όσο το βλέπουμε σαν απλά οικονομικό, θα κάμνουμε μια τρύπα στο νερό, θα ξοθκιάζουμε λεφτά άδικα τζαι δεν θα αλλάζει τίποτε. Τζαι δαμαί έρκεται τζαι η δεύτερη παρομοίωση με την Αφρική.
Το πιο πιθανόν έν’ ότι οι κυβερνώντες ξέρουν ποιον έν’ το πραγματικό πρόβλημα. Απλά εν τους κόφτει αρκετά για να εφαρμόσουν μια μέθοδο σωστή για να το λύσουν τζαι βολεύκει καλύτερα να στέλλουν ένα τσιέκκι κάθε μήνα για να έχουν την κκελλέ τους τζαι την συνείδηση τους ήσυχη.


26
Jan 14

Father

«Προσπαθούν να με γελοιοποιήσουν!», είπε προχτες στην τηλεόραση ο CEO/CFO της Εκκλησίας Κύπρου. «Σοβαρομιλά τωρά;» εσκέφτηκα μόλις το άκουσα. «Θέλει τζιαι βοήθεια για να γελοιοποιηθεί τούτος ο άνθρωπος;»

Να παραβλέψω το γεγονός ότι εν αρχηγός μιας οργάνωσης που φορεί μαύρα, ολόσωμα φουστάνια τζιαι μια φάουσα χρυσαφικά. Σε ένα άλλο σύμπαν, εννα εμπορούσαμε να πούμε ότι εν cult, σε γκέτο του Χάρλεμ, που λατρεύκει τον Μπάτμαν, αλλά ΟΚ, στην κοινωνία που ζούμε εμάθαμε να το αποδεχουμαστε ως φυσιολογικό. Επίσης εν θα εμβαθύνω στο γεγονός ότι πιστεύκει σε κουφάες που μιλούν, ανθρώπους με φτερά, τζιερκά που αφτέννουν μόνα τους τζιαι ακούει φωνές που αόρατους ανθρώπους στον ουρανό.

Αν έρκουμουν σήμερα τζιαι ελάλουν σας ότι εγνώρισα μια φυλή στην Αφρική, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, οι παραπάνω θα ελαχταρούσαν που τα γέλια. Άμα βάλεις τον χαρακτηρισμό, εκκλησία τζιαι θρησκεία μπροστά, θεωρείται φυσιολογικό. Φυσικά τούτα αποτελούν μέρος ενός άλλου παραλογισμού που έννεν το θέμα του άρθρου μου.

Φκαίννει να μιλήσει στην τηλεόραση τζιαι λαλεί ότι του κατεβεί. Ένας εθνάρχης που ψάχνει γολγοθά για να ανεβεί, μήπως το βράδυ τον δείξουν την TV. Το τελευταίο διαμάντι, εν τζείνο που εμιλούσε για το ΕΛΑΜ, σάννα τζιαι εν ο προσκοπικός σύνδεσμος Στροβόλου. Ούτε πως την προηγούμενη εβδομάδα, μέλη του αδελφικού τους κόμματος εσφάξαν  ένα κοπελλούι στην Ελλάδα, επειδή εν τους εκάθετουν.

«Ο θεός είπε να αγαπούμε αλλήλους και τους αγαπούμε, αυτούς τους…»

Δαμέ έσφηξε τα δόντια του, έσμιξεν τα φρύθκια του τζιαι εκοτσίνησε σάννα τζιαι έφαε χαλασμένο πιπερούι

«…τους παρείσακτους, τους μετανάστες. Αλλά να παν πίσω στην χώρα τους».

Μιλούμε καμιά επαφή με τζείνα που εδίδαξεν ο Χριστός, δικό του ευαγγέλιο, δική του θρησκεία. Ριμίξ μπαι Χρυσόστομος. Σάννα τζιαι έννεν για πλάσματα που μιλά, σάννα τζιαι εν για χτηνά.

Άκουσα τον, τζιαι αναουλιάστηκα, να μεν χαρώ. Εμαράζωσα, εθύμωσα, όχι μαζί του. Με το γεγονός, ότι η πελλάρα που είπε, εννα ξεκινήσει να χρησιμοποιήται σαν επιχείρημα για να καλύψει ο κάθε αχάπαρος τες ρατσιστικές του αντιλήψεις. Τζιαι σε ένα άλλο επίπεδο, ήταν ούλλα τα κανάλια που πάνω του με τα μικρόφωνα, τζιαι εκουγκιούνταν ποιος εννα γράψει την δήλωση πιο καθαρά. Άμπα τζιαι μείνει καμιά κοτζιάκαρη να μεν δει το κανάλι τους τη νύχτα.

Εκαταντήσαμε να τον θωρούμε παραπάνω που τον Τσουρούλλη, όπου γυρίσεις κανάλι εν τζιαμέ τζιαι κάμνει δηλώσεις. Εν ξερώ, «γράφει στο γυαλί» που λαλούμε, «έσιει το αστέρι»; Για κάποιο λόγο τελοσπάντων τα κανάλια λατρεύκουν τον. Για την παιδεία λαλέι μας, για την οικονομία, για τον ρατσισμό. Μόνο για την θρησκεία εν λαλεί.

Τζιαι επανέρχομαι στο αρχικό μου ερώτημα. Χρειάζεται βοήθεια για να γελοιοποιηθεί τούτος ο άνθρωπος; Εν τα καταφέρνει μια χαρά τζιαι μόνος του;


19
Jan 14

Ο χάκερ

Κατά τες 2 το πρωί, άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. «Ακόμα είσαι δαμέ;» ερώτησε, αγουροξυπνημένη τζαι λλίο πειραγμένη που ο άντρας της προτιμά να περνά τον χρόνο του με ένα υπολογιστή παρά μαζί της.

Το πρόσωπο του, φωτισμένο που την οθόνη του λάπτοπ τζαι δίπλα του ένα τασάκι με καμιά δεκαρκά μισοκαπνισμένα τσιγάρα. Αναμένη μια λάμπα πράσινη, με χρυσό λαιμό να φωτίζει ένα διαφημιστικό μπλόκ σημειώσεων. Χωρίς να γυρίσει να την δει απάντησε «Ένα λεπτό, Μαρία μου, μιλά μου τωρά ένας, νομίζω έφκαλα άκρη. Τώρα τζαι να δείς».

«Άχ, ρε Παντελή. Καμιά φορά, σηκώννεις μου τα μαλλιά της τζιεφαλής μου με τούτη τη ξεροτζιεφαλιά σου. Ήντα κάθεσε μες τα μαύρα χαράματα πας το κομπιούτερ του μωρού. Τι γυρέυκεις; Εν τα είπαμε τόσες φορές;»

Εγύρισε την καρέκλα του προς το μέρος της. Ίσιωσε την τελαντωτή, άσπρη του φανέλλα για να καλύψει την τζοιλιά του. Ποιος μπορεί να πάρει στα σοβαρά, ένα κκέλη σαρανταπεντάρη, με τζοιλιά όπως την παττίχα, σώβρακο, κλάτσες τζαι τελαντωτή φανέλλα; Εσουλουππώθηκε τέλοσπαντων, όπως εμπορούσε, ίσως για να δώσει έμφαση τζαι κύρος στο λόγο του.

«Μαρία, είμαι σίουρος ότι μες τούτα τα ίττερνετ τζαι τα τσιάτ, που μπαίνει η κόρη σου, έσιει ανώμαλους. Εν μου το φκάλλεις που το νού. Θα κάτσω δαμέ ώσπου να μου μιλήσει ένας πουτούτους έτσι για να σας το δείξω να βάλετε νου.»

Η Μαρία, είδεν τον με απορία τζαι συγκρατημένα εκνευρισμένη, ερώτησε. «Πως περιμένεις να σου μιλήσει; Έσιεις κάποια στρατιγική δηλαδή;»

Σάννα τζαι εκατάλαβε ότι τζείνο που έκαμνε εν ήταν το πιο λογικό τζαι αποδεκτό πράμα. Απάντησε της όμως, μουθκιασμένα. «Εεεεε, έτο. Εμπήκα σε ένα που τα κανάλια που μπαίνει τζαι μιλά, τζαι έβαλα όνομα Omorfi14».

Αγανακτισμένη, νυσταγμένη τζαι στα όρια του νευρικού κλονισμού, είπε του «Είσαι ένας μεσήλικας, που κάθεσε μπροστά που ένα λάπτοπ η ώρα 2 το πρωί, με παρατσούκλι λολίτας τζαι καρτεράς να μιλήσεις με άλλους αρσενικούς. Εμίλησε σου κανένας ανώμαλος ως τωρά;»

«Εεεε, όι, μόνο κάτι μιτσιοί που το Λύκειο της Ακρόπολης που με ερωτήσαν αν θα πάω στο Cineplex την Παρασκεύη.» είπε.

«Καλά ρε Παντελή, εν το έκοψε ο νούς σου ότι αν σε ανακαλύψει κανένας, εννα σε πάρουν μέσα αδίκαστο; Κάθεσε τζαι κάμνεις την κορούα, για να μιλάς με μιτσιούς; Ο ανώμαλος που γυρεύκεις εν μες τούτο το δωμάτιο που κάθεσε τόση ώρα!»

«Πούντον ανώμαλο ρε Μαρία…»

«Εν μεταξύ του πληκτρολογίου τζαι της καρέκλας ρε Παντελή». Είπε, έβαλε τα σιέρκα στες πούντζιες της ρόπας τζαι έφυε. Ο Παντελής, έγυρε πίσω την κκελλέ του, έμεινε να θωρεί λλίη ώρα το ταβάνι σκεφτικός τζαι έκλεισε προσεκτικά την οθόνη του λάπτοπ.