15
Jul 14

Θέκλα

Στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου. Μια χαλασμένη διπλή φλορέντζα αναβόσβηνε ρυθμικά, αφήνοντας σε κάθε νότα έναν περίεργο ψιλό ήχο. Κάποια άταχτα μωρά επαιρνούσαν τρέχοντας που μπροστά της ανά τακτά διαστήματα.
Ο άντρας της, καθισμένος πλάι της, εμουρμουρούσε. «Εν ιμπόρω», «Εννά πεθάνω». Άμα ελείφκαν οι κουβέντες, εκούγκαν όπως τη λεχούσα που πονεί τα μητρικά της. «Έι ολάν, Γιωρκή, εν κρυολόγημα καλέ μου, μεν σαλαβατάς τζαι εννά έρτει η σειρά σου, πόμεινε».
Χαβάν ο Γιωρκής. Άχχα, βάχχα, επελλάνισκεν τους τόπους. Ελάλεν της η μάνα της ότι οι αρσενιτζιοί άμα πονήσουν το νύσιι τους ππέφτουν μες στα σεντόνια. Ο Γιωρκής, όμως, ήταν η ζωντανή απόδειξη. Υποχόνδριος, φοητσιάρης. Γέρος.
Εποφύσισεν τζαι με μια κίνηση εσηκώθηκε να ξεμουθκιάσει. «Θέλεις να σου φέρω κανένα νερό να δροσιστείς;». Πριν να της απαντήσει, είπεν του «Εννά φέρω επειδή θέλω τζαι εγώ να πιω, αν έρτει η σειρά σου, φώναξε μου, εννά είμαι τζαμαί στη μηχανή».
Έστρωσε την καρό μαύρη με γκρίζο φούστα της, περνώντας τα χέρια πάνω στες πλέττες. Πριν κάμει δέκα βήματα, άκουσε μια φωνή «Κυρία Θέκλα;». Στο δημοτικό που εδίδασκε, ακόμα τζαι οι συναδέλφοί της εφωνάζαν την Κυρία. Όπως πάντα αγέλαστη τζαι αυστηρή. Εγύρισε να δει ποιος τη φωνάζει.
Ένας γιατρός έπιασέν της το σιέρι της. «Κυρία Θέκλα, θυμάσαι με;», είπε. Ήταν σίουρη ότι ήταν μαθητής της. «Θυμούμαι σε, γιέ μου», είπεν του. «Θύμισ’ μου το όνομά σου;». «Ο Σωτήρης, Κυρία». «Μάλιστα, ο Σωτήρης».
Μια αμήχανη σιωπή για πέντε-δέκα δευτερόλεπτα. «Περιμένετε στη σειρά για να σας δουν;», είπεν της. «Όι, γιέ μου, ήρτα για τον άντρα μου», απάντησε, τζαι χαμογελώντας ελαφρά εσυνέχισε τον δρόμο της για το ψυγείο.
«Κυρία Θέκλα», εξαναείπεν ο γιατρός. «Μια φορά στην τρίτη δημοτικού. Ήρτεν ο φωτογράφος στο σχολείο. Έκαμνε μας μάθημα, θυμάσαι». Έμεινε να τον θωρεί, φανερά συγχυσμένη. Πριν προλάβει να του απαντήσει ο γιατρός εσυνέχισε, «Πού να θυμάσαι, έσιει τριάντα χρόνια. Εβούρουν να πάω να φκάλω φωτογραφία τζαι εκουτσούφλησα πας στην κάμερα του φωτογράφου. Θυμούμαι ότι ήρτες τζαι εσήκωσες με τζαι πριν προλάβω να μιλήσω εβουζούνισες μου έναν πάτσο μες στα μμάθκια».
Η Θέκλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
«Στη φωτογραφία ήμουν εγώ, ο Αντρέας τζαι ο Αχιλλέας. Οι θκυο τους εγελούσαν. Εμέναν τα μμάθκια μου ήταν κλαμουρισμένα τζαι η βούκκα μου ολοκότσινη. Για κάποιον λόγο η μάνα μου εθεώρησε σωστό ότι τούτη η φωτογραφία έπρεπε να εν φάτσα κάρτα στο σύνθετο του σαλονιού. Κάθε μέρα έβλεπα την τζαι εδιερωτούμουν αν άξιζα τζείνον τον πάτσο».
Η Θέκλα εξεροκατάπιε. Έκαμε να του πεί «Λεβέντη μου, εγώ…». «Άφηστο, Κυρία Θέκλα. Έθελα απλά να δω αν είσαι εσύ, εν τζαι έθελα να σε κάμω να μαραζώσεις».
Εχάδεψέν της το γερασμένο της μάγουλο, εχαμογέλασε τζαι χωρίς να πει λέξη επροχώρησε προς την αίθουσα αναμονής. «Το νούμερο 54, Κύριος Πέτρου. Ο Κύριος Πέτρου έχει σειρά». Είδε τον Σωτήρη να βοηθά τον άντρα της να σηκωθεί που την καρέκλα για να τον εξετάσει.


08
Jul 14

Ο καυκάς

Πριν λλίες μέρες ετσακκώθηκα με την κόρη μου. Όσο νόημα τζαι αν κάμνει το να τσακωθείς με ένα μωρό 3 χρονών, εγώ έκαμα το.
Εστέκετουν πάνω στο σκαμνάκι της μπροστά στον νιπτήρα. Ανέβασα της τα μανίτζια της τζαι κρατώντας το πρόσωπο της με το ένα μου σιέρι, με το άλλο εγέμωσα μια χούφτα νερό τζαι ένιψα την. Άρκεψεν την μουρμούρα.
«Εν μου αρέσκει να με νίφκεις», «Όχι, όχι άλλο νερό», «Φύε. Μάμμα, μάμμα!»
Στα πολλά, άρρωσα της. «Ρέα σταμάτα την γκρίνια. Εν μεγάλη αταξία. Εν γκρινιάζουμε το πρωί, πρέπει να ετοιμαστούμε να πάμε σχολείο». Στη συνέχεια άρκεψα τα κλασικά ψέματα.
Λευκά ψέματα που εν κάμνουν λογική, αλλά για κάποιο λόγο, όλοι οι γονείς ανεξαρτήτως εποχής, ταΐζουν στα μωρά τους για να τα πείσουν να κάμουν όπως τα διατάσσουν. «Εννά αρκέψει μάθημα η δασκάλα τζαι εν θα σε βάλει στην τάξη», «Εννα μας πιαν τη θέση τα άλλα τα παιδάκια» και ούτω καθεξής.
Μάταια όμως. Η Άντρεα Κυριάκου εσηκώθηκε κουρτισμένη τζείνη τη μέρα. Εν έθελε την οδοντόκρεμα με γεύση γατάκι τζαι επέμενε να της βάλω που την άλλη που έσιει γεύση κροκόδειλο. Η άλλη με την γεύση κροκόδειλος τελικά εν της άρεσκε τζαι έθελε την φράουλα. Εν άνοιξα το νερό της βρύσης, με την ίδια ακριβώς πίεση όπως τες υπόλοιπες μέρες. Εν εκρέμμασα καλά την πετσέττα της στην κρεμμάστρα. Γενικά διάφορες δικαιολογίες για να πιάσει την προσοχή μου. Έστω τζαι την αρνητική μου προσοχή.
Κλάμα στο κλάμα, θυμό στο θυμό, μετά που καμπόσα σκουπίσματα της μύξας τζαι των μαθκιών της που ετρέχαν ποταμός, εκατάφερε τζαι έφτασε με στα όρια της υπομονής μου.
Όπως εκράταν την πετσέττα τζαι εμουγκάριζε όπως τον βου που τον σφάζουν, ετράβησα της την τζαι έβαλα της την φωνή. «Άτε έφυες που δαμέ, πήαιννε στην μάμμα τζαι κανεί». Απελπισία, θρήνος, οδυρμός.
Εξεκίνησε να κωλοσύρνει τα ποούθκια της τζαι με νεκαλητές κραυγές να φωνάζει «Μάμμα, μάμμα, εν με θέλει ο παπάς. Είπε μου να φύω. Έτον, έτον, είπε μου να φύω.» Τζαι εγώ να στέκουμαι αναμαλλιάρης με την φανέλλα που φορώ για πυτζάμα τζαι το παντελόνι της δουλειάς, κουμπημένος πας τον παραστατό της πόρτας, να νιώθω ο πιο σκληρός, ο πιο άκαρδος τζαι ο πιο αχώνευτος γονιός του κόσμου.
Εγονάτισα στο ύψος της, εφώναξα της. Εστράφηκε πίσω. Το πρόσωπο της μια νεκατωσιά δακρύων τζαι μύξας. «Εννα είσαι φρόνιμη;» είπα. Έσουσε την κκελλέ της καταφατικά τζαι έρεξε το σιέρι της σαν την σκούπα πάνω στα μάγουλα της για να σκουπιστεί. Εχαμογέλασα τζαι αμέσως έππεσε μες την αγκαλιά μου τζαι άρκεψε να γελά. «Αγαπώ σε, παπάκη μου» είπε τζαι αμέσως εξέχασα τζαι τα νεύρα, τζαι τα κλάματα τζαι ούλλα.


01
Jul 14

Φυλακή

«Έφας με τζαι κατάλυσες με, ρε πορνόγερε. Σαρανταπέντε χρόνια, έφκαλες μου την ψυσιή μου, να πεθάνω να πάω στ’ ανάθθεμα να ησυχάσω που λλόου σου τζαι να σε αφήκω να σε φαν οι ποντιτζοί». Σαν του εμίλαν, εφάκκαν το σινί μες στην βούρνα τζαι έτριφεν με το ττέλλι τες μίλλες να ξικολλίσουν. Ευτυχώς που ήταν αλουμινένιο το σινί γιατί αν ήταν τρόπος είσιεν να τρίφει τον άντρα της να τον ξηπετσίσει που τα νεύρα της. Φοητσιασμένος, αμήχανος τζαι προσπαθώντας να κρατήσει μια ψύχραιμη στάση είπε «Μα είνταμ’ που σου έκαμα μάνα μου τζαι φωνάζεις τωρά; Άφησ’ τα πιάτα τζαι έλα να συντύχουμε».

Προσπαθώντας να επιβάλει την αντρική του παρουσία στο δωμάτιο, εγύρισε την καρέκλα πλάγια τζαι εκούμπισε τον ώμο του στην τζεφαλαρκά. Έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, έφκαλε την πατερημίν τζαι εδιάταξε με αβεβαιότητα: «Άτε, ψήσε θκυο καφέδες τζαι έλα κάτσε δαμαί μιτά μου να συντύχουμε».

Όπως εγύρισε να τον δει, έσυρε του με ούλλη της την δύναμη το ττέλλι των πιάτων. «Έν’ την κκελλέ σου που έννα σου σσίσω οξά έννα σου ψήσω τζαι καφέ», ετσιρίλλισε. Εκοτσίνισε το πρόσωπο της τζαι τα μαλλιά της εππέσαν μες στα μούτρα της. Εσκούπισε τα σιέρκα της πας την κλαδωτή ποθκιά, που είσιεν ράψει μόνη της που ένα παλιό νεανικό της φόρεμα. Βιαστικά, επλησίασε τον άντρα της τζαι έσσυψε να μαζέψει το ττελλούι.

Έπιασε την που το μπράτσο τζαι έσφιξε την. Τα βλέμματα τους εσμίξαν τζαι εδημιουργήσαν ηλεκτρικό πεδίο μεταξύ τους. Μμάθκια γεμάτα θυμό, απογοήτευση, που κρύφκουν σσιλιάες μηνύματα, μέσα στις κόρες τζαι στα χρώματα που πάλλονται ακανόνιστα τζαι νεκατώννουνται όπως τες κουφάες μες στον λάκκο.

Ψιθυριστά τζαι ήρεμα είπε της «μεν γελαστείς να μου ξανασύρεις τίποτε». «Γιατί;» εφώναξε τζείνη τζαι ετράβησε το σιέρι της σπρώχνοντας μακριά. Τζείνο το γιατί. Επεράσαν πολλές σκέψεις που τον νου του. Όχι μόνο τωρά, τζαι σε άλλους καφκάες. Ποττέ εν εμπόρεσε να τελειώσει τούτη την πρόταση. «Γιατί έννα σε δέρω!», «Γιατί έννα φύω να σε αφήκω!», «Γιατί έννα τα σπάσω ούλλα δαμέσα!». Ποττέ εν απάντησε τούτο το γιατί, το προκλητικό. Το γιατί που εξίντυννε που πάνω του ούλλη την μαγκιά, τον αντρισμό του.

«Έν’ με το αβρατινί, σιχτιμινί κόρη μου; Εκαταντήσαμε να μεν μπορούμε να πούμε μια κουβέντα σιόρ! Είντα εφουτουνιάστηκες σαν ήταν ο κουμπάρος δαμαί», είπεν της, εσηκώθηκε πάνω, άνοιξε τα σιέρκα του επικαλούμενος τους ουρανούς τζαι έδεισε τα φρύθκια του.
«Άλλο μιαν κουβέντα, τζαι άλλο να συναγλύφεσαι όπως τον κάττο τζαι να γλυκοθωρείς τες ζάμπες της κόρης του κουμπάρου. Έν’ μωρό ρε, ‘εν’ μωρό, εμπορούσε να εν αγγόνισσα σου ρε, πόρνε».

Εγεμώσαν τα μμάθκια της. Έφκαλεν την ποθκιά, εμάτσιασε την τζαι έφερε την κοντά στο πρόσωπο της. Έχασε για μια στιγμή την ισορροπία της τζαι εκούμπησε στον παραστατό της πόρτας. Άρκεψε να νεκαλλιέται «Έσπασες με ρε…έσπασες με…». Έκατσε χαμαί, τζαι όπως το φτερούγισμα που φεύκει εμουρμούρισε: «Εγέρασες με ρε…».


27
Jun 14

Το χτένισμα

Το πρωί εν της αρέσκει να την χτενίζω. Τα μαλλιά της έν’ κυμματιστά τζαι κατσαρώνουν. Ξυπνά τζαι εν μπλεγμένα, νεκατωμένα όπως τα κλωνιά της κονναρκάς της ξερής. «Επήρε που τον παπά της, που επήρε που τον παπά του» λαλεί η μάνα μου άμα προσπαθεί να της τα πιάσει βρούλλο.
Τα μαλλιά μου έν’ μαύρα τζαι πυκνά. Σε αντίθεση με πολλούς της ηλικίας μου, ακόμα εν είδα άσπρες τρίσιες τζαι είμαι τζαι σχεδόν σίουρος ότι εν θα κκελλιάσω. Έν’ κυμματιστά τζαι στο φυσικό τους, ακούρευτα μοιάζουν με θρουμπί τζαι εν θαμπά τζαι άχαρα. Έν’ σκλερά τζαι μεγαλώνουν κολλημένα πας στην κκελλέ μου.
Προσπαθώ να της τα βρέχω νάκκο για να γλοιάζει η χτενιά, αλλά εν καταφέρνω τζαι πολλά. «Να την λούννετε με μαλακτικό τζαι εννα σάσουν» είπε μου η νύφφη μου. Πάλε, εν εκατάφερα τίποτε. Το πρωί σηκώννεται τζαι εν όπως την πελλή του χωρκού. Όπως τα κουκλούθκια που εβάλλαμε στες άκρες των μολυφκιών μας στο σχολείο.
Η γεναίκα μου είπε μου να μεν την χτενίζω. Να τα αφήννω τα μαλλιά της φυσικά τζαι εννα γίνουνται πουκλούες. Πράγματι άμα εν τα χτενίσεις πολλά, ξεκινούν τζαι σγουρώνουν τζαι γίνουνται μακριές μπούκλες. Όπως τους αρχαίους Έλληνες στις Μυθολογίες του Στρατίκη, ή όπως τες μπούκλες που κάμνει η κομμώτρια του χωρκού στες κουμέρες άμα έννα παν σε γάμο.
«Έλα να χτενιστούμε Ρέα μου».
«Όι παπά. Παίζω τωρά».
«Έλα τζαι αρκήσαμε, έννα ξεκινήσει μάθημα η κυρία Αντωνία τζαι εμείς εννα χτενιζούμαστε ακόμα».
«Όι παπά. Πονώ που με χτενίζεις».
Άμα λείψουν οι δικαιολογίες τζαι άμα την τραβολοήσω τζαι λλίο που την μέση, κοντέφκει να την χτενίσω. Έν’ μωρό ακόμα τζαι κάμνω την ζάφτην, άμα μιαλύνει όμως εν θα την κουμαντάρω. Εν πειράζει όμως επειδή άμα μεγαλώσει έννα έν’ δικό της πρόβλημα τα μαλλιά της τζαι όι δικό μου.
Σκέφτουμαι ότι εννά μου βάλλει κατάρες τες νύχτες που έννα πρέπει να τα σάζει για να φαίνεται όμορφη τζαι να αρέσει στον μιτσή που έννα την κορταρεί. Έν’ που τα λλία πράματα που εκληρονόμησε που εμένα. Επήρε την ομορφκιά της μάνας της τζαι τα κατσαρά μαλλιά του παπά της.
Στέκεται με την ράσιη της μπροστά μου. Ξεκινώ να της χτενίζω τα μαλλιά που κάτω χαμηλά, κρατώντας τον κότσο με το ένα μου χέρι για να φέρνω αντίσταση στην πίεση της χτενιάς. Θυμώνει, πονεί, φακκά τα πόθκια της χαμαί.
Ξεκινώ ξανά που την αρκή τζαι τραουδώ της «Πολύ με πίκρανε η ζωή, μακριά θα φύγω ένα πρωί…».
Τζαι ώσπου να φτάσω στο «… μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα..» ηρεμά τζαι ακούει με. Τζαι στο «Αγαπημένη μου μην κλαις…» τα μαλλιά της μοιάζουν με τα κύμματα της ήρεμης θάλασσας. Τζαι στο τέλος «μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά» τζαι ξεκινούμε να τον κατακτήσουμε.


26
Jun 14

G3

Την ώρα που με έπιασεν η γενέκα μου τηλέφωνο ήμουν δουλειά.

«Κάτι σοβαρό εσυνέβηκε, πρέπει να μιλήσουμε» είπε μου, τζαι η φωνή της ήταν φτανή τζαι έτρεμε. Ίσια εκοπήκαν τα πόθκια μου. «Χριστέ μου, το μωρό εσκέφτηκα»

Έκατσα στον καναπέ, στην είσοδο του γραφείου, εν με ενδιέφερε αν θα με άκουε κανένας, ας ελαλούσαν ότι εθέλαν, τζαι αν ενοχλήτουν κάποιος, ας έπιννε ξύδι να του περάσει. «Τι έγινε» ερώτησα «τι επάθετε;»

«Άκουσα πυροβολισμούς» είπε μου τζαι εκατάλαβα ότι εγεμώσαν τα μάθκια της. «Άκουσα πυροβολισμούς.» επανέλαβε τζαι επροσπάθησε να ισιώσει την φωνή της τζαι να συνάξει όση λογική της είσιεν απομείνει. «Κάποιος έπαιξε την οικογένεια του μες το χωράφι απέναντι. Την γενέκα του, τα μωρά του. Έπαιξε τους τζαι μετά επαίχτηκεν.»

«Το μωρό μας εν καλά;» ερώτησα. Η φυσική αντίδραση, κάθε γονιού, μόλις ακούσει ότι κάτι κακό εσυνέβηκε, οπουδήποτε. Να ρωτήσει αν εν καλά το κοπελλούι του. «Εν καλά το μωρό, εν καλά. Εν κάτω με την γιαγιά.» απάντησε μου.

«Έρκουμαι» είπα τζαι έκλεισα το τηλέφωνο. Εσύναξα τα πράματα που το γραφείο, είπα θκυό κουβέντες μισές του μάστρου μου. Ούτε καν θυμούμαι πως το εξήγησα, πως το είπα. «Κάτι έγινε σοβαρό, πρέπει να φύω, κάποιος επαίχτηκε έξω που το σπίτι μας.»

Ο νούς μου εζόφφωσεν, όπως το τζιάμι αυτοκινήτου, τα πρωινά του σιειμώνα. Οδήγουν όπως τον πελλό, έβαλλα τα με τον κόσμο που εκαθυστερούσε. Όσον το εσκέφτουμουν, παραπάνω με επείραζε. Έξερα ότι οι δικοί μου εν εντάξει, αλλά εν εμπορούσα να αποδεχτώ ότι κάποιος άνθρωπος εσύκωσε το όπλο τζαι έπαιξεν ένα μωρό. Το μωρό του.

Έθελα να το εξηγήσω, να δώκω μια λογική εξήγηση, τουλάχιστον να έβρω μια ελπίδα, να την δώ με τα μάθκια μου. Εν γίνεται να εφτάσαμε ως δαμέ.

Τζαι όμως γίνεται. Πάντα εγίνετουν, απλά εγίνετουν μακριά μας τζαι εθωρούσαμεν το που νέα τζαι μετά εσυνεχίζαμεν την ζωή μας. Τωρά που εν δίπλα μας, έξω πόσσω μας; Στο χωράφι που παίζουν τα κοπελλούθκια μας;

Εκόντεψα στην σκηνή τζαι άκουσα τους γείτονες να διούν τες δικές τους ερμηνείες. Μεσήλικες σε ρόλο συντονιστή, που εξηγούσαν σε ούλλους το τι εσυνέβηκε τζαι τες τραγικές λεπτομέρειες. Εικοσάριες που το επήραν στο αστείο τζαι εκάμναν πασιαμά, ίσως επειδή η ηλικία επιβάλλει τους να το παίζουν σκληροί τζαι ωραίοι τζαι ότι εν τους επηρεάζει τίποτε. Κοτζιάκαρες που ερωτούσαν ποιος ένει, τζαι τείνος ένει, τζαι επροσπαθούσαν να ανακαλύψουν αν εν συγγενείς με κάποιον που ξέρουν.

Μια σακκούλλα εξεπρόβαλλε που το καντούνι τζαι στο χωράφι εστήσαν ένα φράχτη με πράσινο ττέλλι. Αστυνομία παντού, θόρυβος, γνώμες. Εγεμώσαν τα μμάθκια μου, εφκιέρωσεν η ψυσιή μου, εμούθκιασεν ο νούς μου. Εν ξερώ αν μπορώ να ξεμουθκιάσω.