Σαν κηπουρός, εν είμαι τζιαι πολλά συνεπής. Ούτε τζιαι πολλά καλός, αλλά εν που τες αγαπημένες μου ασχολίες. Γεμώννει με ένα αίσθημα δημιουργίας, μια ικανοποίηση άμα θωρώ τα δεντρά τζιαι τα λουλούδια να ανθίζουν τζιαι να πλημυρίζουν την αυλή μου.
Νομίζω ότι εν κάτι που πηγάζει που την παιδική μου ηλικία. Εμεγάλωσα σε μια αυλή διαρρυθμισμένη ανάλογα της εποχής τζιαι με βάση τες καλλωπιστικές ιδέες της γιαγιάς μου τζιαι της μάνας μου. Γεμάτη δεντρά τζιαι φκιόρα σφηνωμένα μέσα σε κκεσέδες του γιαουρτιού, σε τενεκκέδες του λαθκιού, σε γλάστρες, σε λασάνια, ακόμα τζιαι σε κομμένες μπουκάλες του νερού.
Η αυλή στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν γεμάτη λογιών πολλών βλάστηση. Καττούθκια, σκυλλάκια, βασιλιτζιές, κόλιαντρο, θκιόσμη, τσαρτελλούθκια, γαρύφαλλα τζιαι τριανταφυλλιές. Είχαμε ένα περίεργο κακτοειδές, που άμα το χάρασσα εφκαλλεν ένα άσπρο υγρό που εκολλίτσιαζε. Ένα κυπαρίσσι έξω στο παγκέττο τζιαι ένα γιασεμί που εσκαρφάλλωνε πάνω σε ένα περίεργο, μεταλλικό κατασκεύασμα που έμοιαζε με σκελετό σιντριβανιού.
Ο κήπος στο πατρικό μου το σπίτι, ήταν ένα χάος χλωρίδας. Ένας πράσινος πανικός.
Τούτη η ανοργανωσιά, η αταξία εδημιουργούσε μια πολλά συναρπαστική καθημερινότητα για μένα. Κάθε μέρα στον κήπο ήταν μια διαφορετική περιπέτεια.
Στον κήπο μου σαν ενήλικας, απέφυγα να δημιουργήσω τούτο το χάος. Ίσως επειδή άμα είσαι μωρό το χάος προκαλεί σου ενδιαφέρον, ενώ όσο μεγαλώνεις προκαλεί σου φόβο, ανησυχία. Υπάρχει ένα λασάνι με λαχανικά, στην μέση το γρασίδι τζιαι γυρώ, γυρώ παραταγμένα μερικά δέντρα τζιαι λουλούδια.
Τζείνο το ζεστό, καλοκαιρινό, απόγευμα, εκάθεσουν με τη μάμμα σε ένα σκαλάκι κοντά στο γρασίδι. Άνοιξα τα ποτιστήρκα για να ποτίσω τζιαι εβούρησα να έρτω κοντά σας για να μεν βρεχτώ.
Αντίθετα με εσένα, που χωρίς δεύτερη σκέψη, εσηκώθηκες τζιαι άρκεψες να βουράς πάνω, κάτω μες το γρασίδι, κάτω που τες καμάρες που εσχημάτιζε το νερό. Εγέλας, ανέμιζες σιέρκα τζιαι πόθκια, εφώναζες του νερού τζιαι άπλωννες να συνάξεις τες σταγόνες. Εσουππώσαν τα μαλλιά σου χώννοντας το πρόσωπο σου τζιαι έπλεες σε πελάγη ευτυχίας.
Έκαμα να σε πιάσω, αλλά η μάμμα σου είπε μου «Άφηστην».
Έκατσα πίσω, να σε θωρώ να παλιώνεις με το ποτιστήρι τζιαι να κατευθύνεις το νερό σε ανεξέλεγκτες πορείες. Να νευριάζεις που το νερό πιτά με δύναμη στα μούτρα σου αλλά με πείσμα να επιστρέφεις τζιαι να προσπαθείς να το ελέγξεις.
Ενάμιση χρονό πλασματούι έδειχνες μου, ίνταλως ανύποπτα μέσα που τα χρόνια, η περιπέτεια χάννεται τζιαι την θέση της πιάνει η ρουτίνα. Έφκαλα σου την φανέλα για να μεν κρυολογήσεις, τζιαι άφηκα σε τιτσιρού, ανέμελη να απολαύσεις τον υδάτινο πανικό του κήπου.