17
Aug 09
Το Μονόγραμμα – Οδυσσέα Ελύτη
(…) Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά
Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά (…)
(…) Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα (…)
(…) Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς
Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει — ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς…
07
Aug 09
Άκυροι Διάλογοι (1)
Άκυρος 1: Θέλεις να πείς τωρά που πρέπει να βάλλουμε chip μες τους σίηλλους, εσύ εννα βάλεις του δικού σου;
Άκυρος 2: Ναί ρε, αφού έβαλα του ήδη.
Άκυρος 1: Ε, τζιαι εν εντάξει;
Άκυρος 2: Ναι ρε, παίζει τζιαι copy τζιαι που ούλλα..
06
Aug 09
Θυμάσαι φίλε;
Θυμάσαι φίλε;
Είπαμε ότι εν θα μεγαλώσουμε. Ότι εννα μείνουμε μια ζωή, οι ίδιοι, όπως τζείνη τη νύχτα που άψαμε τα πυροτεχνήματα, στο χωράφι δίπλα που το καλάθι του μπάσκετ. Έτσι..
Να μας μαγεύκουν τα χρώματα τζιαι να μαλλώνουμε για το ποίος εννα άψει το φυτίλλι. Τζιαι να περνούν που τον εγκέφαλο μας, μέσα σε δευτερόλεπτα, χιλίαδες σκέψεις για το πως εννα γίνει πίο εντυπωσιακή η νύχτα μας. Πως να εντυπωσιάσουμε ο ένας τον άλλο.
Θυμάσαι;
Βασιλίαες της γής.
Με τα κοντά μας παντελόνια τζιαι τα βρωμισμένα μας γόνατα. Με τες πληγές, ξεραμένες στους αγκώνες.
Χαμέ. Στο πορτοκαλί χώμα του δημοτικού δίπλα που τα σπίθκια μας. Πριν να το ασφαλτοστρώσουν. Πριν να κόψουν τον ευκάληπτο. Τζείνο που αγκαλίαζαμε κάθε μέρα, με τα κοντά μας χέρια. Τζιαι μετά εκάμναμε σφυρίκτρες που τους καρπούς του.
Θυμάσαι φίλε;
Που επερπατούσαμε με τις ώρες. Για να πάμε να παίξουμε στες άλλες γειτονίες. Τζιαι λλίο πριν να ανάψουν τα φώτα του δρόμου, εξεκινούσαμε για το σπίτι. Με μια νάυλον σακκούλα με την μάππα μας μέσα.
Θυμάσαι φίλε;
Την αίσθηση της πέτρας πας τον κώλο σου;
Το ζεστό χώμα του καλοκαιριού, να τζυλά πάνω στα γυμνά σου πόθκια;
Τον ιδρώτα, στα δάκτυλα των ποθκίων σου, να κολλά πάνω στα δερμάτινα σάνταλα;
Την γεύση του νερού που το λάστιχο;
Την μυρωδία του ασφάλτου, όταν έππεφτες τζιαι εχτυπούσες;
Τα φαημένα, σιερούλια του BMX, πως ελίωναν το καλοκαίρι;
Θυμάσαι;
Τότε κανένας εν μας είπε για τα αποστηρωμένα γραφεία που θα εκαταλήγαμε.
Τζιαι αν μας το ελάλε εν θα τον επιστεύκαμε.
05
Aug 09
Είσαι γάρος όταν.. (1)
Βάλλεις την παττίχα τζιαι το πεπόνι να παγώσουν κάτω που την βρύση, ενώ ξέρεις ότι έν έχουμε νερό.