22
Jun 09

Ο Γάρος.

Έχουν γραφτεί αμέτρητα άρθρα, τραγούδια, ακόμα τζιαι βιβλία, που να ασχολούνται με τον Κυπριακό γάρο.

Ο Κυπριακός γάρος, είναι ένα σπάνιο ζώο που ζει κυρίως σε όλη την επικράτεια της νήσου Κύπρου, στην Μεσόγειο θάλασσα. Συναντάται όμως, ανα το παγκόσμιο, άλλοτε σε μικρές ομάδες και άλλοτε σε μεγάλες κοινότητες.

Ο Κυπριακός γάρος, ξεχωρίζει απο τους υπόλοιπους γάρους, κυρίως απο τα κοινωνιολογικά του χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν και αναδεικνύουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, μοναδικό σε όλη την πλάση.

Μερικά χαρακτηριστικά του θα αναφέρω στην συνέχεια.

Κυπριακός γάρος είναι, ο γάρος που άμα σίεσει πάνω του το κοπελλούι του τζιαι τύχει να μέννεν έσσο, αλλάσει το τζιαι πετάσσει ή θάφκει το πάμπερς όπου έβρει. Πολλά παραδείγματα αυτής της συμπεριφοράς μπορείτε να εντοπίσετε στις οικογενειακές παραλίες του Μακένζυ.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που καταφέρνει να πετάξει τα ποιο απίθανα σκουπίδια στα πιο απομακρυσμένα και καθαρά σημεία του νησίου. Για παράδειγμα, ο γάρος που πετάσσει μανταρινόφυλλα τζιαι παττιχόφυλλα στες σπηλίες της θάλασσας του Ακάμα. Επίσης, ο γάρος που πετάσσει σακκούλα με τυρόπιττα τζιαι γαλατούι που τον φούρνο, στην μέση του μονοπαθκιού της φύσης στην μάντρα του Καμπιού.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που αμα δει το φανάρι τζιαι μάσιετε να άψει κόκκινο, αντί να ελαττώσει τζιαι να σταματήσει, πατά του αυτοκινήτου τζιαι όποιον πάρει ο χάρος (ή ο γάρος αν θέλετε). Η συμπεριφορά αυτή του Κυπριακού γάρου πολλές φορές τον φέρνει σε ρήξη με άλλους Κυπριακούς γάρους η οποία πολλές φορές καταλήγει σε χειροδικίες ή στην καλύτερη περίπτωση σε αλληλοβρισίματα.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που πάει στο σινεμά (ή σε άλλους δημόσιους και ήσυχους χώρους) τζιαι αντί να κλείσει το κινητό τζιαι να κάτσει ήρεμα τζιαι πναστά να δει το έργο, πίαννει την κουβέντα με τους παρέες του τζιαι μιλά δυνατά για τον παίκτη που εννα γοράσει η ομάδα του ή για την σούβλα που εκάμαν τις προάλλες στα Πλατάνια.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που αγνοεί επιδεικτικά κάθε είδος ουράς αναμονής σε οποιοδήποτε μέρος. Για παράδειγμα, ο γάρος που κουντά να μπεί πρώτος για να γοράσει παγωτό που τον Ηράκλη ενώ κάποιοι άλλοι περιμένουν την σειρά τους. Επίσης, ο γάρος που βουρά να πάει να εξυπηρετηθεί πρώτος στο ταμείο της τράπεζας με την δικαιολογία “Εγώ βιάζουμαι” ή επειδή απλά εν κουμπάρος με τον ταμία.

Τελευταίο (αλλά όχι έσχατο) χαρακτηριστικό του Κυπριακού γάρου που θα αναφέρω σήμερα, είναι η συνήθεια του να μην ζητά ευγενικά αλλά να απαιτεί. Οι λέξεις “Παρακαλώ” ή “Ευχαριστώ” δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο του Κυπριακού γάρου. Παραδείγματος χάρην, ο Κυπριακός γάρος θα πει “Ένα καφέ τζιαι νάκκον άξιππα” και σε καμία περίπτωση “Μπορώ να έχω ένα καφέ, παρακαλώ”.

Ο Κυπριακός γάρος δεν πρέπει να συγχύζεται με το αξιολάτρευτο, γκρίζο γαϊδουράκι που ζει επίσης στην Κύπρο και επιβάλλετε να τυγχάνει περίσσιας εκτίμησης.


12
Jun 09

Ο ταρίφας και η καμάρα.

Το Σαββατοκύριακο που πέρασε, ήμουν Θεσσαλονίκη.

Είχα πάει μια φορά πριν κάποια χρόνια τζιαι άρεσε μου. Έμεινα μια νύχτα θυμούμαι, τζιαι ήμουν με κάτι φίλους που την δουλεία μου τότε, καλαμαράες.

Τζείνο που μου είσιεν αρέσει παραπάνω που ούλλα, ήταν το φαΐ τους.

Πολλά φαγία, καλά φαγία τζιαι το σημαντικότερο, νόστιμα φαγία.

Που τότε, το αγαπημένο μου σιροπιαστό γλυκό, εν τα τρίγωνα πανοράματος ενώ το τσουρέκι τους, εν αρκετά ψηλά στις προτιμήσεις μου στα γλυκίσματα.

Όπως τζιαι να έσιει, πάντα εσκέφτουμουν να επιστρέψω για μια δεύτερη εμπειρία γαστρονομικών απολαύσεων.

Τούτη τη φορά επία με την κοπέλλα μου, που εσπούδαζε χρόνια Θεσσαλονική (τζιαι είναι είναι λίξισσα όπως εγώ) οπόταν είχα τζιαι κάποιο γνώστη της πόλης να με καθοδηγά.

Εν περιττό να αναφέρω ότι τέσσερις ημέρες ετρώαμε, όπως επίσης εν χρειάζεται να πώ ότι ούλλα όσα εφάμεν ήταν τόσο άψογα, σε σημείο που ακόμα τζιαι τωρά τρέχουν τα σάλια μου αμα τα σκέφτουμαι.

Το θέμα μου όμως έννεν τα φαγία της Θεσσαλονίκης.

Για ακόμα μια φορά είχα μια αξέχαστη εμπειρία με ένα Καλαμαρά ταξιτζή.

Μια εμπειρία που μου απόδειξε ξανά, ότι τζιαι οι Καλαμαράες αλλά τζιαι οι Κυπραίοι, πολλές φορές δηλώνουμε γνώστες τζιαι περήφανοι για κάποια πράματα, που στην πραγματικότητα έν έχουμε ιδέα.

Στο ταξί εμπήκαμε μαζί με ένα άλλο Κυπραίο, αιώνιο φοιτητή, που επίεννε για ακόμα μια φορά να δώκει εξετάσεις τα μαθήματα που έμεινε.

Ο ταξιτζής εξεκίνησε την κουβέντα με το που εκάτσαμε.

Τα κλασσικά των Καλαμαράων.

“Απο Κύπρο είσαστε;”, “Πηγα και εγώ και είναι πολύ ωραία”, “Έχετε πολλούς ξένους”, “Έρχονται πολλοί στους γάμους σας”, “Είσαστε πλούσιοι εσείς οι Κύπριοι” τζιαι ούλλα τα σχετικά.

Παλία ενοχλούσε με τούτο το τροπάριο που ξεκινούν οι Καλαμαράες, μόλις τους πεις ότι είσαι Κυπραίος.

Τωρά απλά ψυχαγωγεί με, επειδή όπως τζιαι τζεινοι έχουν στερεότυπα για εμάς, έτσι τζιαι εμείς έχουμε στερεότυπα για τζείνους τζιαι για ούλλους τους λαούς του κόσμου.

Μετά που καμπόσο πρήξιμο, τζιαι μετά που αφήκαμε τον ένα Κυπραίο σε κάποια άκρη της Θεσσαλονικής (διπλή ταρίφα), επεράσαμε δίπλα που την διάσημη καμάρα, την γνωστή αψίδα του Γαλέριου.

Εγώ ομολογώ ότι δεν είχα ιδέα τι είναι, οπόταν ερώτησα.

Του Καλαμαρά είπαμε του ότι η κοπέλλα μου ήταν Θεσσαλονίκη χρόνια ενω εμένα ήταν η δεύτερη μου φορά.

Η αντίδραση του ήταν να γυρίσει με ειρωνικό ύφος στην κοπέλλα μου τζιαι να της πει “Πρώτη φορά έρχεται το παιδί στην Θεσσαλονίκη;”.

Τζιαι μετά γυρίζει τζιαι λαλεί μου “Αυτή είναι η καμάρα της Θεσσαλονίκης.”

Χαίρω πολύ ρε κουμπάρε εμάχουμουν να του πώ, θωρώ την ότι εν καμάρα, έχουμε τζιαι εμείς στην Λάρνακα “Ναι, τι είναι ακριβώς όμως, ποιός την έκτισε και γιατί.” απαντώ του.

Σάννα τζιαι εκόλωσε νάκκο τζείνη την ώρα, αλλά μετα απο ένα λεπτό σκέψης, επροχώρησε να μου πεί τις ποιο συγχησμένες μαλακίες που του επεράσαν που το νού.

Ανάμεσα σε άλλα, είπε μου ότι έκτισαν οι Αρχαίοι Έλληνες το 1206 μ. Χ για να προστατευτούν που τον πόλεμο που είχαν με τον Ξέρξη τζιαι τους Πέρσες.

Μόνο των Λεωνίδα, τους 300 τζιαι τον Ιάσωνα με τους Αργοναύτες έμεινε να μου αναφέρει.

Αλλο λλίο είσιεν να μου πέι ότι έκτισεν την ο Θησέας για να παίζει βόλλευ με τον Ηρακλή.

Εγώ εκατάλαβα ότι εν είσιεν ιδέα, αφου η αψίδα εκαταλαβαινετουν ότι ήταν διακοσμητική τζιαι όχι κτίσμα πολέμου.

Επίσης το 1206 μ. Χ ο Ξέρξης θα έκλεινε 1600 χρόνων, αν εζούσε. Νομίζω θα ήταν νάκκο γέρος για να κάμνει επιθέσεις στην Ελλάδα.

Ο παρέας έκλεισε την κουβέντα με το θεικό “Το ξέρεις ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε την ποιό αρχαία ιστορία μαζί με τους Κινέζους;”

Ενώ οι υπόλοιποι λαοί, εξεκινήσαν να υπάρχουν πριν καμία διακοσία χρόνια έννεν;

“Δεν πειράζει που δεν ξέρεις” λαλεί μου “και εγώ στο σχολείο στην ιστορία, δεν ήμουν και πολύ καλός”

Έφτασε στην άκρη της γλώσσας μου να του πώ ότι καταλάβεται, ότι στην ιστορία έν είσιεν υπόθεση αλλά εσκέφτηκα πως εν υπάρχει λόγος να συζητήσω μαζί του.

Απλά εγύρισα την κκελλέ μου έξω τζιαι εχάζευκα την πραγματικά πανέμορφη πριγκίπισσα του Θερμαϊκού.

Ο ταρίφας επήρεν μας τζιαι λάθος δρόμο, εχρέωσε μας τζιαι διπλάσια απο ότι έπρεπε τζιαι έπρισε μας τζιαι την κκελλέ μας. Είπεν μας την τζιαι πουπάνω ότι τάχα εν εξέραμε την ιστορία της πόλης του.

Το απίστευτο εν τούτο, οτι ενώ έν ήταν σίουρος για την ιστορία, αποφάσισε να μας πεί ότι μαλακία του εκατέβηκε τζιαι να μας ειρωνευτεί τζιόλας.

Εν κάτι που φαντάζουμαι να έκαμναν τζιαι Κυπραίοι στην θέση του. Απλά νομίζω ότι οι παραπάνω Κυπραίοι θα ελαλούσαν απλά ότι εν ξέρουν τζιαι να παραδεχτούν ότι εν φακκούν πέννα για τους παπαόροτσους.

Το κοινό μας χαρακτηριστικό εν ότι, ούλλοι μαζι Κυπραίοι – Καλαμαράες, είμαστε περήφανοι για πατρίδες, ιστορίες, θρησκείες, ομάδες, οικογένειες, τραουδίστριες τζιαι περιπτερούες, ενώ δεν κάμνουμε καν τον κόπο να μάθουμε λλία παραπάνω για τα πράματα που είμαστε περήφανοι.

Εν τζιαι λαλώ ότι εγώ ξέρω την ιστορία της Λευκωσίας πόξω τζιαι νεκατωτά, αλλά αν με ρωτήσει κανένας για τα τείχη ξέρω να του πώ πέντε πράματα.

Εν τα χαρακτηριστικά του Έλληνα, όπως τα περιγράφει ο Νίκος Δήμου.

“Ο Έλληνας…Γνωρίζει τα τετραπλάσια από αυτά που πραγματικά έμαθε. Αισθάνεται (και συναισθάνεται) τα πενταπλάσια από όσα πραγματικά νοιώθει…..”

Ευτυχώς που έννεν ούλλοι έτσι τζιαι έσιει κάποια πλάσματα που αντιλαμβάνουνται το βάρος της κληρονομίας τζιαι που πράττουν το ελάχιστο.

Να ψάχνουν, να διαβάζουν τζιαι να μαθαίνουν που την ιστορία, όχι απλά να εν υπερήφανοι για πράματα που καλα, καλά δεν γνωρίζουν.

Εν κατακλείδι, η Θεσσαλονίκη είναι μια πανέμορφη πόλη τζιαι αποφάσισα να την επισκέπτομαι ποιό συχνά.

Οι ανθρώποι εν ευγενικοί (όχι όπως σε κάποια άλλη σαρδελουπόλη της Ελλάδας), το φαί εν καλό, έχουν απίστευτα μνημεία τζιαι έσιει δρόμους να περπατήσεις τζιαι πράματα να δείς.

Απλά οι ταρίφες τους, μπορεί να μιλούν λλίο παραπάνω.


04
Jun 09

Η Ταμίας

Μπροστά μου στο ταμείο είσιεν δύο Κινέζουες.

Εγώ επήα να αγοράσω ζάχαρη τζιαι μέλι για την δουλεία, ήταν πρωί κατά τις 8:30. Στην μεγάλη υπεραγορά εν είσιεν πολλή κόσμο, ένα μόλις ταμείο ήταν ανοιχτό για να εξυπηρετεί τους πελάτες.

Η ταμίας, μια ξανθή γύρω στα 35, μάλλον ξένη τζιαι τζείνη. Εμιλούσε Ελληνικά με μια ιδιαίτερη τζιαι σπαστή προφορά, πρέπει να ήταν που χώρα του πρώην Ανατολικού μπλοκ.

Η ταμίας έδειχνε να βαρκέτε, που την ώρα που εκοντέψαν οι μιτσίες για να πλερώσουν. Μάλιστα εφώναζε της μαστόρισσας της, αστειώντας τζιαι κολλώντας, ότι έσιει που το πρωί που εν στο ταμείο τζιαι ότι θέλει διάλειμμα. Εφύσαν, εποφύσαν, ειδικά άμα με είδε εμένα που επήα τζιαι εστάθηκα πίσω που τες Κινέζες τζιαι στην συνέχεια τους υπόλοιπους που εσταθήκαν πίσω μου, λλίο έλειψε να μας πετάξει κανένα καλάθι πας την κκελλέ.

Τελειώνει το μέτρημα τον πραμάτων, «25 Ευρώ» λαλεί των Κινέζων. Έτυχε όμως να ξεχάσει στο καλάθι των κοπέλλων, ένα φακελλάκι με σούπα. Λαλεί της η Κινέζα «Φοργκότ δίς».

Ίντα έθελε η μαύρη τζιαι η σκοτεινή να της πει έτσι.

Γυρίζει θωρεί το φακελλάκι, θωρεί την Κινέζα, ξαναθωρεί το φακελλάκι, τσουτσουρίζει. Πιάννει το, χτυπά το στην ταμειακή τζιαι σύρνει της το μπροστά της.
Ολόισια το χαμόγελο της Κινέζας εχάθηκε.

«27.50» λαλεί η ταμίας. Φκάλλει τζιαι η Κινέζα ένα πενηνταεύρω να της δώσει.

Η ταμίας κλώθει την κκελλέ της με ειρωνεία τζιαι θωρεί την Κινεζού με ύφος, «Είσαι εσού πλάσμα να κραείς τζιαι πενηντάευρω;».
Λαλεί της «Γιού τόντ χάβ τζείντζ;», «Νόου» λαλεί της η μιτσία.

Άρκεψε να φωνάζει κάποιας Κυρίας Ευρούλλας, να έρτει να της ανοίξει το ταμείο για να αλλάξει το πενηντάευρω. Μόνο να την δέρει την Κινέζα έμεινε.

Η ουρά εν τω μεταξύ εμεγάλωνε τζιαι εγώ ήμουν ο επόμενος που θα ενευρίαζε μαζί του η ταμίας. Η διάθεση μου είσιεν χαλάσει που πολλά ποιο πριν όμως.

Ένας άνθρωπος εκατάφερε να χαλάσει την ημέρα των υπόλοιπων, είτε επειδή εβαρκέτουν να δουλέψει είτε επειδή εν του αρέσκει η δουλεία που κάμνει.
Εν κάτι που το κάμνουμε ούλλοι μας.

Κάτι πάει στραβά στην ζωή μας τζιαι φκάλλουμε το σε ούλλον τον υπόλοιπο κόσμο.

Σάννα τζιαι για κάποιο παράξενο λόγο, φταίει το σύμπαν που εμείς εν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε. Που αντί να θωρούμε τζείνους που εν σε σιειρόττερη μοίρα, θωρούμε μόνο όσους την έχουν καλύτερα που εμάς.

Πίσω που την ταμία, ούλλη την ώρα είσιεν ένα μεσήλικα, που εγέμωνε τις τσέντες. Ο μεσήλικας τούτος, είσιεν νοητική υστέρηση.

Μόλις επλέρωσα, έπιασε τα πράματα μου να τα βάλει στην τσέντα. Κατά λάθος έπιασε τζιαι ένα πράμα που του επόμενου. Ετράβησα το τζιαι έβαλα το πίσω.

Εγύρισε τζιαι είδε με μες τα μάθκια τζιαι εξαπόλυσε μου ένα που τα ποιο καλοσυνάτα τζιαι ποιο γλυτζία χαμόγελα που είδα ποττέ. Άπλωσε το σίερι του να σφίξει το δικό μου τζιαι εψέλλισε «Φιλούι μου». Εχαμογέλασα πίσω τζιαι συνειδητοποίησα ότι, ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, μπορεί να αλλάξει την ημέρα μου.

Κάποιοι άνθρωποι που εμείς θεωρούμε λιότερο ικανούς που εμάς, δείχνουν να εκτιμούν παραπάνω τζείνο που έχουν. Τζιαι να χαμογελούν ,την ώρα που εμείς νευριάζουμε.

Η ζωή μας είσιεν να εν ποιο όμορφη τζιαι ποιο εύκολη, αν εχαμογελούσαμε λλίο παραπάνω.


02
Jun 09

Σαν πας στο Ζύγι.

Στην επιστροφή που το Μαρί, για την Λευκωσία, αποφασίσαμε με κάποιο φίλο να σταματήσουμε στο Ζύγι για να φάμε κάτι. Εσκεφτήκαμε ότι αξίζουμε μια μπύρα τζιαι λλίο φρέσκο ψάρι μετά που μιας εβδομάδας δουλεία

Οι επιλογές ήταν πολλές, στην τύχη αποφασίσαμε να κάτσουμε στην ταβέρνα «Η καθαρή καρδία». Μια κλασσική, Κυπριακή παραγκοταβέρνα που κάποτε ήταν σπίτι τζιαι μετά οι ιδιοκτήτες εστεγάσαν την αυλή τζιαι σερβίρουν φαί.

Εκάτσαμε σε ένα τραπεζάκι τζιαι επαραγγείλαμε στο αλλοδαπό γκαρσόνι μια μπύρα να δροσιστούμε λλίο πριν να ξεκοκαλίσουμε τα ψάρκα που θα επαραγγέλαμε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ικανότητες του γκαρσονιού στο σερβίρισμα ήταν όσα ήταν τζιαι τα Ελληνικά του, οπόταν η μπύρα ήρτεν μετά που είκοσι λεπτά, χλιαρή τζιαι με το σίερι του γκαρσονιού στο στόμα της μπουκάλλας.

Εν είμαστε Ιδιότροποι, εξάλλου εν τζιαι εκάτσαμε στο Χίλτον, εκαθάρισα την μπουκάλλα τζιαι έγυρα τα πρώτα ποτήρια.

Σε λλίο εκατάφθασε τζιαι το μάστρε-γκαρσόνι (οι αλλοδαποί εν μόνο για να κουβαλούν όχι για να πιάνουν παραγγελίες) για να του παραγγείλουμε. Ερωτήσαμε αν έσιει μενού. «Εγώ είμαι το μενού» απαντά με περηφάνια τζιαι κομπιάζοντας το γκαρσόνι.

«Ωραία λοιπόν, φέρε μας μια καλαμαράκι, μια σουπιές, μια σαλάτα, λλίη τασίη τζιαι κανένα ψάρι» είπαμε. Είπε μας τι φρέσκα ψάρια έσιει για να διαλέξουμε. Εμείς εν τζιαι είμαστε ψαράες, λαλούμε του φέρε μας κάτι για δύο άτομα, ούτε πολλά μεγάλο, ούτε πολλά μιτσή. «Αφήστε το πάνω μου» λαλεί μας.

Για να μεν τα πολυλογώ, έφερε μας δέκα ροδέλες καλαμαράκι κατεψυγμένο, τρείς σουπιές, λλίες πατάτες που πρέπει να τες ετηγάνισε πέντε φορές πριν να μας τες φέρει εμάς τζιαι ένα ψάρι που μα το θεό αν το εψάρευκα εγώ είσιεν να το λυπηθώ τζιαι να το πετάξω πίσω. Εσκέφτηκα να του πω ότι έκαμε λάθος τζιαι έφερε μας το μωρό αντί τη μάμμα, αλλά εσιώπησα. Τρώμε τζιαι εν ξαναρκούμαστε αν είναι, εν υπάρχει λόγος να κάμουμε τζιαι ιδιοτροπία.

Εφάμεν που λέτε (τι εφάμε δηλαδή, εμυριστήκαμε το λαλεί τζιαι η μάνα μου) τζιαι είπαμε του να μας φέρει το πρόστιμο. Έρκετε ο αλλοδαπός με την σούμα πάνω σε μια κίτρινη λαδόκολλα. Άλλο έξυπνο κόλπο τούτο, λαλεί σου άμα εν του αρέσει του πελάτη ο λοαρκασμός, εν θα κάτσει να ανοίξει συζήτηση με το γκαρσόνι που τα Ελληνικά του τρία ένει.

Λλίον έλειψε να με πίαει κόλπος άμα τζιαι είδα πόσα έθελε. Ογδόντα οκτώ Ευρώ. Μάλιστα, εμισοφάμεν δύο άτομα τζιαι έπρεπε να πληρώσουμε ογδόντα οκτώ Ευρώ. Πέμπουμε το γκαρσόνι πίσω να φωνάξει του μάστρου του.

«Το ψάρι εν ακριβό λαλεί μας», όντως άμα μας έβαλε δώδεκα λίρες το καλαμαράκι τζιαι εφτά λίρες την τασίη τζιαι την σαλάτα πρέπει να το αγοράζει πολλά ακριβά. Καλά τζιαι συφφέρει τους τζιαι δουλεύκουν. Ύνταλως τα φκάλλουν πέρα;

Τζιαι σκεφτείτε ότι είμαστε Κυπραίοι, αν είμαστε τουρίστες, είσιεν να πρέπει να μπούμε φαινάνς για να τον πιερώσουμε.

Τζιαι ύστερα παραπονιούνται ότι οι Κυπραίοι παν στα κατεχόμενα να φαν τζιαι ότι έππεσε ο τουρισμός μας. Πατριώτης, ξε-πατριώτης, η πούγκα μου εν έσιει πατρίδα. Πελλός που ξαναπάει στο Ζύγι να φάει ψάρι.


31
May 09

Οι Πελλοί.

Τα πρωινά, στο δρόμο για την δουλεία, θωρώ μια κυρία να περιφέρετε κάθε μέρα στον ίδιο τόπο.

Είτε κάθετε πάνω σε κάποιο πεζούλι, είτε κινείτε άσκοπα τζιαμέ γυρώ. Πολλές φορές, στέκεται τζιαι θωρεί με απλανές βλέμμα τα αυτοκίνητα να περνούν τζιαι τον κόσμο να πιένει στις δουλείες του.

Φαίνεται μεγάλη γενέκα, σίουρα έννεν κοπέλλα των είκοσι , τριάντα χρόνων. Πρέπει αν εν γύρω στα εξήντα.

Κάθε μέρα φορεί διαφορετικά ρούχα. Ρούχα, που εν διαφορετικά, περίεργα, συνήθως πολύχρωμα. Πάντα όμως έσιει δεμμένο πάνω στην κκελλέ της ένα κόκκινο ρούχο.
Μια κόκκινη, λεπτή λωρίδα από ύφασμα, δεμμένη γύρω που το μέτωπο της.

Κράτα τζιαι μια τσάντα του μπακκάλη, ποτζείνες που εκρατούσαν οι γιαγίαες μας τζιαι επιένναν να ψουμνίσουν, πιθανόν γεμάτη πράματα.

Τες πρώτες μέρες που την επρόσεξα, έκαμε μου εντύπωση.

Τι γυρεύκει που το χάραμα του φου στην άκρια του δρόμου, ντυμένη έτσι τζιαι να κουβαλά τζιαι την τσέντα;

Μέρα με την μέρα, εγύρευκα την να την δώ. Να δώ τι κάμνει τζείνο το πρωί. Τζιαι άμα καμία φορά εν τη εθωρούσα, κατά βάθος ενοχλούσε με.
Κάποιες φορές είδα την να μπαίνει στο υποκατάστημα της τράπεζας δίπλα που το πεζοδρόμιο που κάθετε συνήθως. Μπορεί να εφίλεψε με τους υπαλλήλους τζιαι να παέννει τζιαμέ συχνά, πυκνά να διά το παρών της.

Νομίζω μια φορά είδα την να διασταυρώνει τον δρόμο για να πάει στο άλλο πεζοδρόμιο. Μάλλον εν της άρεσε όμως, επειδή ποττέ εν τη είδα να στέκεται ή να κάθετε απέναντι.

Άλλες φορές είδα την να κάθετε τζιαι να λιάζετε ανέμελη τζιαι ήρεμη. Όπως τον κάττο, μια καλοτζιαιρινή μέρα. Χωρίς να λαμβάνει υπόψην της τα αυτοκίνητα που βουρούν να προλάβουν τζιαι τους υπόλοιπους ανθρώπους που βιάζουνται να πάν στην δουλεία τους.

Εμείς πίσσουμε μες την κίνηση, φωνάζουμε ο ένας τον άλλο, παίζουμε πουρούες τζιαι αγχωνούμαστε ότι εννα αργήσουμε να πάμε στην δουλεία. Που το πρωί ξημέρωμα, μπαίνουμε σε ένα ρίνγκ μαλλώνουμε σαν τα ζώα μες τους δρόμους για να προλάβουμε να πάμε στην ώρα μας, σε ένα κλουβί, που εννα είμαστε κλειδωμένοι για οκτώ ώρες, ίσως τζιαι παραπάνω.

Το βλέμμα της έσιει μια αθώα, αναίδεια. Ένα ύφος που φαίνεται να αναγνωρίζει τα βλέμματα που πέφτουν πάνω της, να αντιλαμβάνεται ότι εν διαφορετική, ότι εν τερκάζει με το υπόλοιπο, γκρίζο τζιαι μονότονο τοπίο, αλλά να μεν την νοιάζει.

Στον ίδιο τόπο, χειμώνα – καλοκαίρι. Θωρεί τον κόσμο να περνά με μια απορία, σχηματισμένη στο πρόσωπο της.

Με τα πολύχρωμα της ρούχα, την κόκκινη κορδέλα στο μέτωπο τζιαι την τσέντα γεμάτη πράματα, κάθετε ανέμελη λίγα μέτρα έξω που την καθημερινότητα μας τζιαι μάλλον σκέφτεται.

«Άδε τους πελλούς..»