10
Jul 09

Η γενιά μου

“Εσείς οι νέοι, εν έσιετε ιδανικά. Εν γιαυτό που επουλήθηκε η μισή Κύπρος στους Τούρκους. Έτσι όπως πάμε εννα την πουλήσετε ούλλη.”

Τούτη εν μια κουβέντα που ακούω συχνά που άτομα στην ηλικία των γονίων μου. Η γενία του πενήντα, η γενία του εξήντα, η γενία που έζησε τον πόλεμο, η γενία που εδυσκολεύτηκε.

Η γενία που μας ανάγιωσε.

Το ότι οι νέοι εν σήμερα εν έχουν ιδανικά, εν μια πολλά αόριστη κουβέντα.

Η λέξη ιδανικό, όπως την καταλαβαίνουν οι παλίες γενίες, εν μια κατασκευασμένη λέξη που προσδιορίζει οικουμενικούς, γενικευμένους τζιαι κοινωνικούς στόχους. Τα ιδανικά τούτα, εν άυλα, οπόταν δεν μπορείς να τα δείς ούτε μπόρεις να τα αντιληφθείς στην ολότητα τους.

Απλά εδημιούργησεν τα κάποιος, λαλούν σου ότι υπάρχουν τζιαι εσύ πρέπει τυφλά να πιστέψεις τζιαι να αφιερώσεις την ζωή σου να τα προωθάς τζιαι να τα υποστηρίζεις.

Η πατρίδα για παράδειγμα. Ακόμα σιειρόττερο παράδειγμα, η θρησκεία.

Τούτα εν τα δύο βασικά “ιδανικά” που εδημιουργήσαν οι προηγούμενες γενίες τζιαι απαιτούν που εμάς να προσαρμόσουμε την ζωή μας ανάλογα με τις απαιτήσεις των εν λόγω “ιδανικών”.

Απο ανέκαθεν, στις κοινωνίες των ανθρώπων, υπάρχουν μεγάλες μερίδες ανθρώπων που δεν έχουν άποψη, ούτε στόχους. Οι πλείστοι που τούτους τους ανθρώπους, απλά επαναλαμβάνουν τζιαι μεταφέρουν στην γενία τους, αξίες τζιαι ιδέες που επαραλάβαν έτοιμες.

Δηλαδή, πράματα που εκληρονομήσαν που τες προηγούμενες γενίες τζιαι ποττέ εν εμπήκαν στον κόπο να αμφισβητήσουν. Απλά βολεύκουνται να τα αναπαράγουν τζιαι να διατηρούν το κατεστημένο.

Υπάρχουν όμως, όπως υπήρχαν πάντα τζιαι έτσι τζιαι στην γενία μου, άνθρωποι προοδευτικοί.

Άνθρωποι, που έχουν άποψη, γνώμη, που θέλουν, προσπαθούν τζιαι μπορούν να αλλάξουν την κατάσταση σε διάφορους τομείς της κοινωνίας μας.

Τούτοι οι άνθρωποι, οι προοδευτικοί, αποκλείεται να μάχονται για τους ίδιους στόχους (ή αν θέλετε “ιδανικά”) με τις προηγούμενες γενίες.

Αν υπάρχει άνθρωπος σήμερα που υποστηρίζει ότι εν προοδευτικός τζιαι την ίδια ώρα προβάλλει τζιαι προωθεί ηθικές αξίες τζιαι πρότυπα του στύλ “Κύπρος, Ελλήνων, Χριστιανών” τότε εν πολλά βαθκία γελασμένος.

Η γενία μου, έσιει απίστευτα ικανούς ανθρώπους.

Έξυπνους, μορφωμένους, ευαίσθητους, φιλειρηνικούς, ακτιβιστές, προοδευτικούς.

Εν οι άνθρωποι που οργανώνουν εκδηλώσεις όπως εν το αντιφασιστικό φεστιβάλ τζιαι το Critical Mass. Που σύρνουν μπανάνες στους αστυνομικούς τζιαι κάμνουν οργανώσεις όπως εν το AlertCY.

Που νοικιάζουν λιώμενα τζιαι κάμνουν τα δικοινοτικά καφενεία, όπως ήταν το Gardash.

Μπορεί όχι όλοι, αλλά πολλοί που την γενία μου εν μασούν το παραμύθι ότι υπάρχει ένας ξένος δάκτυλος που θέλει την Κύπρο να παρακμάζει. Εν οι ίδιοι που αντιλαμβάνονται ότι το πρόβλημα στην Κύπρο έννεν το Κυπριακό.

Το πρόβλημα στην Κύπρο, εν οι άνθρωποι που θέλουν το Κυπριακό να παραμένει πρόβλημα.

Εν απαράδεκτο, απο μέρους της προηγούμενης γενίας να περιμένει που την γενία μου να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, που εδημιουργήσε η ίδια, με τους ίδιους λανθασμένους τρόπους που εχρησιμοποιήσε τζείνη.

Η γενία μου εβαρέθηκε τον πόλεμο τζιαι μπορεί να θωρεί μπροστά, πάνω που τα συρματοπλέγματα τζιαι τες γραμμές.

Η γενία μου εν έσιει τα “ιδανικά” σας, αλλά τουλάχιστον έσιει καθαρές, αυθεντικές αξίες.

Γιαυτό τζιαι έσιει πιθανότητες να κλείσει τες φάλιες που άνοιξε η γενία σας.


07
Jul 09

Ο Δημήτρης

Μια νύχτα καθώς εκάθουμουν με παρέα, σε ένα μικρό εστιατόριο της Λήδρας, είδα δύο πρόσωπα να περνούν. Τζιαι οι δύο, που το μακρινό μου παρελθόν.
Η τελευταία φορά που τους είδα μαζί ήταν όταν ήμουν δημοτικό.
Ας τους πώ, Αντρέα τζιαι Δημήτρη.
Ο Δημήτρης, έσιει νοητική υστέρηση, ο Αντρέας, ο πατέρας του, φαίνεται ότι τζιαι τζείνος έσιει κάποιο παρόμοιο πρόβλημα.
Τον Δημήτρη θυμούμαι τον στο δημοτικό, ήταν δύο τάξεις πιο πίσω που εμένα.
Στην τετάρτη του δημοτικού, τότε που έμαθα την λέξη “καθυστερημένος”.
Ο Δημήτρης ο καθυστερημένος.
Επροσπάθησα να πίασω κουβέντα με τον Δημήτρη μια μέρα, να δώ τι ακριβώς είναι, πως σκέφτεται. Οι συμμαθητές μου επεριπαίζαν με ότι είμαι τζιαι εγώ καθυστερημένος επειδή έκατσα δίπλα του.
Μέσα που την ανωριμότητα τους, τα μωρά γίνουνται άγαρμπα. Εγώ απλά ήθελα να είμαι αποδεκτός τζιαι εσταμάτησα να τον πλησιάζω.
Ενας συμμαθητής μου, ο Πέτρος, επείραζε τον πολλά.
Έπιαννε του την κκελλέ του τζιαι έσφιγγε του την με ούλλην του τη δύναμη τζιαι ερώταν τον αν πονεί.
Ο Δημήτρης, απλά εγελούσε με τζείνο τον ιδιαίτερο τζιαι κατ’ εμάς αστείο τρόπο που γελούν τα άτομα με νοητική υστέρηση.
Προφανώς επειδή είσιεν την αίσθηση ότι επαίζαν τζιαι έκαμνε ότι εδιασκέδαζε το για να τον ικανοποιήσει.
Άλλες φορές έβαλλεν τον να φακκά την κκελλέ του πας τον τοίχο ή εγύριζε τον γυρώ-γυρώ κρατώντας τον που το σίερι τζιαι αμα τον εζάλιζε, έβαλλεν του κλάππα.
Ο Δημήτρης πάντα εγελούσε.
Μια φορά, είρτεν ο Αντρέας (ο παπάς του) στο σχολείο να κάμει παράπονο, επειδή ο Δημήτρης είπεν του τι του κάμνουν τα άλλα μωρά στο σχολείο.
Θυμούμαι ότι εν ήβρε το δίκαιο του με τους δασκάλους τζιαι επήε να έβρει τον Πέτρο, τον συμμαθητή μου, να του κάμει παρατήρηση.
Την επόμενη μέρα, ο Πέτρος εφουμίζετουν μας ότι ο παπάς του επήεν τζιαι ήβρε τον παπά του Δημήτρη τζιαι απείλησε τον ότι αν ξανακοντέψει του γιού του εννα τον κάμει μαύρο. Τζιαι επρόσθεσε με μίσος “Οι μαννο-καθυστερημένοι”.
Ο Δημήτρης τις προάλλες, ήταν διαφορετικός. Ήταν ήρεμος, αγέλαστος, σοβαρός.
Ο παπάς του γερασμένος. Εστάθηκε για λλίο έξω που το εστιατόριο τζιαι εμέτρησε κάτι ψιλά για να δώκει του Δημήτρη.
Μόλις τον είδα, εξεδιπλωθήκαν μες τον νού μου διάφορες αναμνήσεις. Σάννα τζιαι άνοιξε, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ένα μπαούλο που έκλεισα πριν χρόνια.
Οι αναμνήσεις, εφιλτραριστήκαν με την γνώση, με την ηθική, με την απλή λογική.
Τζιαι εγινήκαν ένα σύννεφο γκρίζο, γεμάτο τύψεις.
Το γεγονός ότι ήμουν μιτσής τζιαι εν εκαταλάβαινα τι εγίνετουν, ότι εν υπήρχε κάποιος να μας μιλήσει, να μας εξηγήσει, εν αλάφρυνε ούτε για ένα δευτερόλεπτο την συνείδηση μου.
Εγεμώσαν τα μάθκια μου.
Εν είχα την δύναμη να ζητήσω συγγνώμη, εγώ εν θα εμπορούσα να με συγχωρέσω.
Η φύση εστέρησε του κάποιες ικανότητες. Εμείς σαν κοινωνία, εγώ σαν άνθρωπος, εστερήσαμε του την αγάπη, την αποδοχή.
Εν ξέρω αν μας θυμάται ο Δημήτρης, αν μας εσυγχώρεσε ποττέ. Ξέρω ότι αξίζει μας να ζήσουμε με το βάρος των παιδικών μας σφαλμάτων.
Για να θυμούμαστε να μάθουμε των δικών μας κοπελλουθκίων, ότι ούλλοι χρειάζουνται αγάπη. Έστω τζιαι αν εμείς νομίζουμε ότι εν έχουν αντίληψη.


22
Jun 09

Ο Γάρος.

Έχουν γραφτεί αμέτρητα άρθρα, τραγούδια, ακόμα τζιαι βιβλία, που να ασχολούνται με τον Κυπριακό γάρο.

Ο Κυπριακός γάρος, είναι ένα σπάνιο ζώο που ζει κυρίως σε όλη την επικράτεια της νήσου Κύπρου, στην Μεσόγειο θάλασσα. Συναντάται όμως, ανα το παγκόσμιο, άλλοτε σε μικρές ομάδες και άλλοτε σε μεγάλες κοινότητες.

Ο Κυπριακός γάρος, ξεχωρίζει απο τους υπόλοιπους γάρους, κυρίως απο τα κοινωνιολογικά του χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν και αναδεικνύουν ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα, μοναδικό σε όλη την πλάση.

Μερικά χαρακτηριστικά του θα αναφέρω στην συνέχεια.

Κυπριακός γάρος είναι, ο γάρος που άμα σίεσει πάνω του το κοπελλούι του τζιαι τύχει να μέννεν έσσο, αλλάσει το τζιαι πετάσσει ή θάφκει το πάμπερς όπου έβρει. Πολλά παραδείγματα αυτής της συμπεριφοράς μπορείτε να εντοπίσετε στις οικογενειακές παραλίες του Μακένζυ.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που καταφέρνει να πετάξει τα ποιο απίθανα σκουπίδια στα πιο απομακρυσμένα και καθαρά σημεία του νησίου. Για παράδειγμα, ο γάρος που πετάσσει μανταρινόφυλλα τζιαι παττιχόφυλλα στες σπηλίες της θάλασσας του Ακάμα. Επίσης, ο γάρος που πετάσσει σακκούλα με τυρόπιττα τζιαι γαλατούι που τον φούρνο, στην μέση του μονοπαθκιού της φύσης στην μάντρα του Καμπιού.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που αμα δει το φανάρι τζιαι μάσιετε να άψει κόκκινο, αντί να ελαττώσει τζιαι να σταματήσει, πατά του αυτοκινήτου τζιαι όποιον πάρει ο χάρος (ή ο γάρος αν θέλετε). Η συμπεριφορά αυτή του Κυπριακού γάρου πολλές φορές τον φέρνει σε ρήξη με άλλους Κυπριακούς γάρους η οποία πολλές φορές καταλήγει σε χειροδικίες ή στην καλύτερη περίπτωση σε αλληλοβρισίματα.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που πάει στο σινεμά (ή σε άλλους δημόσιους και ήσυχους χώρους) τζιαι αντί να κλείσει το κινητό τζιαι να κάτσει ήρεμα τζιαι πναστά να δει το έργο, πίαννει την κουβέντα με τους παρέες του τζιαι μιλά δυνατά για τον παίκτη που εννα γοράσει η ομάδα του ή για την σούβλα που εκάμαν τις προάλλες στα Πλατάνια.

Κυπριακός γάρος, είναι ο γάρος που αγνοεί επιδεικτικά κάθε είδος ουράς αναμονής σε οποιοδήποτε μέρος. Για παράδειγμα, ο γάρος που κουντά να μπεί πρώτος για να γοράσει παγωτό που τον Ηράκλη ενώ κάποιοι άλλοι περιμένουν την σειρά τους. Επίσης, ο γάρος που βουρά να πάει να εξυπηρετηθεί πρώτος στο ταμείο της τράπεζας με την δικαιολογία “Εγώ βιάζουμαι” ή επειδή απλά εν κουμπάρος με τον ταμία.

Τελευταίο (αλλά όχι έσχατο) χαρακτηριστικό του Κυπριακού γάρου που θα αναφέρω σήμερα, είναι η συνήθεια του να μην ζητά ευγενικά αλλά να απαιτεί. Οι λέξεις “Παρακαλώ” ή “Ευχαριστώ” δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο του Κυπριακού γάρου. Παραδείγματος χάρην, ο Κυπριακός γάρος θα πει “Ένα καφέ τζιαι νάκκον άξιππα” και σε καμία περίπτωση “Μπορώ να έχω ένα καφέ, παρακαλώ”.

Ο Κυπριακός γάρος δεν πρέπει να συγχύζεται με το αξιολάτρευτο, γκρίζο γαϊδουράκι που ζει επίσης στην Κύπρο και επιβάλλετε να τυγχάνει περίσσιας εκτίμησης.


04
Jun 09

Η Ταμίας

Μπροστά μου στο ταμείο είσιεν δύο Κινέζουες.

Εγώ επήα να αγοράσω ζάχαρη τζιαι μέλι για την δουλεία, ήταν πρωί κατά τις 8:30. Στην μεγάλη υπεραγορά εν είσιεν πολλή κόσμο, ένα μόλις ταμείο ήταν ανοιχτό για να εξυπηρετεί τους πελάτες.

Η ταμίας, μια ξανθή γύρω στα 35, μάλλον ξένη τζιαι τζείνη. Εμιλούσε Ελληνικά με μια ιδιαίτερη τζιαι σπαστή προφορά, πρέπει να ήταν που χώρα του πρώην Ανατολικού μπλοκ.

Η ταμίας έδειχνε να βαρκέτε, που την ώρα που εκοντέψαν οι μιτσίες για να πλερώσουν. Μάλιστα εφώναζε της μαστόρισσας της, αστειώντας τζιαι κολλώντας, ότι έσιει που το πρωί που εν στο ταμείο τζιαι ότι θέλει διάλειμμα. Εφύσαν, εποφύσαν, ειδικά άμα με είδε εμένα που επήα τζιαι εστάθηκα πίσω που τες Κινέζες τζιαι στην συνέχεια τους υπόλοιπους που εσταθήκαν πίσω μου, λλίο έλειψε να μας πετάξει κανένα καλάθι πας την κκελλέ.

Τελειώνει το μέτρημα τον πραμάτων, «25 Ευρώ» λαλεί των Κινέζων. Έτυχε όμως να ξεχάσει στο καλάθι των κοπέλλων, ένα φακελλάκι με σούπα. Λαλεί της η Κινέζα «Φοργκότ δίς».

Ίντα έθελε η μαύρη τζιαι η σκοτεινή να της πει έτσι.

Γυρίζει θωρεί το φακελλάκι, θωρεί την Κινέζα, ξαναθωρεί το φακελλάκι, τσουτσουρίζει. Πιάννει το, χτυπά το στην ταμειακή τζιαι σύρνει της το μπροστά της.
Ολόισια το χαμόγελο της Κινέζας εχάθηκε.

«27.50» λαλεί η ταμίας. Φκάλλει τζιαι η Κινέζα ένα πενηνταεύρω να της δώσει.

Η ταμίας κλώθει την κκελλέ της με ειρωνεία τζιαι θωρεί την Κινεζού με ύφος, «Είσαι εσού πλάσμα να κραείς τζιαι πενηντάευρω;».
Λαλεί της «Γιού τόντ χάβ τζείντζ;», «Νόου» λαλεί της η μιτσία.

Άρκεψε να φωνάζει κάποιας Κυρίας Ευρούλλας, να έρτει να της ανοίξει το ταμείο για να αλλάξει το πενηντάευρω. Μόνο να την δέρει την Κινέζα έμεινε.

Η ουρά εν τω μεταξύ εμεγάλωνε τζιαι εγώ ήμουν ο επόμενος που θα ενευρίαζε μαζί του η ταμίας. Η διάθεση μου είσιεν χαλάσει που πολλά ποιο πριν όμως.

Ένας άνθρωπος εκατάφερε να χαλάσει την ημέρα των υπόλοιπων, είτε επειδή εβαρκέτουν να δουλέψει είτε επειδή εν του αρέσκει η δουλεία που κάμνει.
Εν κάτι που το κάμνουμε ούλλοι μας.

Κάτι πάει στραβά στην ζωή μας τζιαι φκάλλουμε το σε ούλλον τον υπόλοιπο κόσμο.

Σάννα τζιαι για κάποιο παράξενο λόγο, φταίει το σύμπαν που εμείς εν είμαστε ευχαριστημένοι με όσα έχουμε. Που αντί να θωρούμε τζείνους που εν σε σιειρόττερη μοίρα, θωρούμε μόνο όσους την έχουν καλύτερα που εμάς.

Πίσω που την ταμία, ούλλη την ώρα είσιεν ένα μεσήλικα, που εγέμωνε τις τσέντες. Ο μεσήλικας τούτος, είσιεν νοητική υστέρηση.

Μόλις επλέρωσα, έπιασε τα πράματα μου να τα βάλει στην τσέντα. Κατά λάθος έπιασε τζιαι ένα πράμα που του επόμενου. Ετράβησα το τζιαι έβαλα το πίσω.

Εγύρισε τζιαι είδε με μες τα μάθκια τζιαι εξαπόλυσε μου ένα που τα ποιο καλοσυνάτα τζιαι ποιο γλυτζία χαμόγελα που είδα ποττέ. Άπλωσε το σίερι του να σφίξει το δικό μου τζιαι εψέλλισε «Φιλούι μου». Εχαμογέλασα πίσω τζιαι συνειδητοποίησα ότι, ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, μπορεί να αλλάξει την ημέρα μου.

Κάποιοι άνθρωποι που εμείς θεωρούμε λιότερο ικανούς που εμάς, δείχνουν να εκτιμούν παραπάνω τζείνο που έχουν. Τζιαι να χαμογελούν ,την ώρα που εμείς νευριάζουμε.

Η ζωή μας είσιεν να εν ποιο όμορφη τζιαι ποιο εύκολη, αν εχαμογελούσαμε λλίο παραπάνω.


02
Jun 09

Σαν πας στο Ζύγι.

Στην επιστροφή που το Μαρί, για την Λευκωσία, αποφασίσαμε με κάποιο φίλο να σταματήσουμε στο Ζύγι για να φάμε κάτι. Εσκεφτήκαμε ότι αξίζουμε μια μπύρα τζιαι λλίο φρέσκο ψάρι μετά που μιας εβδομάδας δουλεία

Οι επιλογές ήταν πολλές, στην τύχη αποφασίσαμε να κάτσουμε στην ταβέρνα «Η καθαρή καρδία». Μια κλασσική, Κυπριακή παραγκοταβέρνα που κάποτε ήταν σπίτι τζιαι μετά οι ιδιοκτήτες εστεγάσαν την αυλή τζιαι σερβίρουν φαί.

Εκάτσαμε σε ένα τραπεζάκι τζιαι επαραγγείλαμε στο αλλοδαπό γκαρσόνι μια μπύρα να δροσιστούμε λλίο πριν να ξεκοκαλίσουμε τα ψάρκα που θα επαραγγέλαμε. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ικανότητες του γκαρσονιού στο σερβίρισμα ήταν όσα ήταν τζιαι τα Ελληνικά του, οπόταν η μπύρα ήρτεν μετά που είκοσι λεπτά, χλιαρή τζιαι με το σίερι του γκαρσονιού στο στόμα της μπουκάλλας.

Εν είμαστε Ιδιότροποι, εξάλλου εν τζιαι εκάτσαμε στο Χίλτον, εκαθάρισα την μπουκάλλα τζιαι έγυρα τα πρώτα ποτήρια.

Σε λλίο εκατάφθασε τζιαι το μάστρε-γκαρσόνι (οι αλλοδαποί εν μόνο για να κουβαλούν όχι για να πιάνουν παραγγελίες) για να του παραγγείλουμε. Ερωτήσαμε αν έσιει μενού. «Εγώ είμαι το μενού» απαντά με περηφάνια τζιαι κομπιάζοντας το γκαρσόνι.

«Ωραία λοιπόν, φέρε μας μια καλαμαράκι, μια σουπιές, μια σαλάτα, λλίη τασίη τζιαι κανένα ψάρι» είπαμε. Είπε μας τι φρέσκα ψάρια έσιει για να διαλέξουμε. Εμείς εν τζιαι είμαστε ψαράες, λαλούμε του φέρε μας κάτι για δύο άτομα, ούτε πολλά μεγάλο, ούτε πολλά μιτσή. «Αφήστε το πάνω μου» λαλεί μας.

Για να μεν τα πολυλογώ, έφερε μας δέκα ροδέλες καλαμαράκι κατεψυγμένο, τρείς σουπιές, λλίες πατάτες που πρέπει να τες ετηγάνισε πέντε φορές πριν να μας τες φέρει εμάς τζιαι ένα ψάρι που μα το θεό αν το εψάρευκα εγώ είσιεν να το λυπηθώ τζιαι να το πετάξω πίσω. Εσκέφτηκα να του πω ότι έκαμε λάθος τζιαι έφερε μας το μωρό αντί τη μάμμα, αλλά εσιώπησα. Τρώμε τζιαι εν ξαναρκούμαστε αν είναι, εν υπάρχει λόγος να κάμουμε τζιαι ιδιοτροπία.

Εφάμεν που λέτε (τι εφάμε δηλαδή, εμυριστήκαμε το λαλεί τζιαι η μάνα μου) τζιαι είπαμε του να μας φέρει το πρόστιμο. Έρκετε ο αλλοδαπός με την σούμα πάνω σε μια κίτρινη λαδόκολλα. Άλλο έξυπνο κόλπο τούτο, λαλεί σου άμα εν του αρέσει του πελάτη ο λοαρκασμός, εν θα κάτσει να ανοίξει συζήτηση με το γκαρσόνι που τα Ελληνικά του τρία ένει.

Λλίον έλειψε να με πίαει κόλπος άμα τζιαι είδα πόσα έθελε. Ογδόντα οκτώ Ευρώ. Μάλιστα, εμισοφάμεν δύο άτομα τζιαι έπρεπε να πληρώσουμε ογδόντα οκτώ Ευρώ. Πέμπουμε το γκαρσόνι πίσω να φωνάξει του μάστρου του.

«Το ψάρι εν ακριβό λαλεί μας», όντως άμα μας έβαλε δώδεκα λίρες το καλαμαράκι τζιαι εφτά λίρες την τασίη τζιαι την σαλάτα πρέπει να το αγοράζει πολλά ακριβά. Καλά τζιαι συφφέρει τους τζιαι δουλεύκουν. Ύνταλως τα φκάλλουν πέρα;

Τζιαι σκεφτείτε ότι είμαστε Κυπραίοι, αν είμαστε τουρίστες, είσιεν να πρέπει να μπούμε φαινάνς για να τον πιερώσουμε.

Τζιαι ύστερα παραπονιούνται ότι οι Κυπραίοι παν στα κατεχόμενα να φαν τζιαι ότι έππεσε ο τουρισμός μας. Πατριώτης, ξε-πατριώτης, η πούγκα μου εν έσιει πατρίδα. Πελλός που ξαναπάει στο Ζύγι να φάει ψάρι.