Ένας τύπος που ξέρω, εν αλκοολικός. Εν ήταν πάντα ο άνθρωπος έτσι, εκατάντησεν έτσι. Ο λόγος ένας, η μάλλον μία. Μια γενέκα.
Για χάριν της ιστορίας ας τον αποκαλέσουμε Βαρνάβα.
Ο Βαρνάβας, έννεν Κυπραίος. Εν που την Αρμενία, τζιαι ήρτε στην Κύπρο ακολουθώντας την πρώην γενέκα του. Αλόπως εμήνυσε του πως έσιει ψουμί στην Κύπρο τζιαι μπορεί να δουλέψει με παραπάνω λεφτά, τζιαι άμα τζιαι έφυεν τζίνη που την Αρμενία, ήρτεν πίσω της τζιαι τούτος. Πιστεύκω ότι οι λίρες ήταν το τελευταίο πράμα, μάλλον εν για τζίνη τζιαι για το μωρό του που εξενιτεύτηκε.
Εν καλό πλάσμα όμως τζιαι δουλευταράς, δηλαδή το ψωμί του έβκαλλε το με την αξία του. Απλά άρεσκει του να πίννει ένα ποτηρούι παραπάνω.
Τον τελευταίο τζιαιρό ήταν χασιμίος.
Επέρασα έξω που το δωμάτιο του πριν θκύο εφτομάες τζιαι εβρωμούσε λέσιη. Η πόρτα ήταν κράνοιχτη. Τζίνος κουβαρωμένος μες το κρεβάτι του, ντυμένος με κάτι ρούχα ξημαρισμένα τζιαι κατουρημένα. Το δωμάτιο του σταύλος, χαμέ ποτσίγαρα τζιαι μαυρίλες, ρούχα πεταμένα σε ούλλες τες γωνίες τζιαι διάφορα άδεια μπουκκάλια απο κρασί αραδιασμένα στο πάτωμα.