Ξέρω ότι τούτη η ιστορία μπορεί να μεν έσιει νόημα για κανένα άλλο εκτός που μένα τζιαι την γενέκα μου. Κάποιες ιστορίες εν χρειάζεται να καταλήγουν κάπου, ούτε να έχουν δίδαγμα ή μια σοφή πρόταση στο τέλος. Κάποιες ιστορίες απλά υπάρχουν. Κάποια πράματα απλά συμβαίνουν. Τζιαι το νόημα εν ανάμεσα που τες γραμμές. Όπως στην ζωή μας.
Η γενέκα μου, έφυε για την Αμερική λλίους μήνες μετά που την εγνώρισα. Ήταν μια πολλά δύσκολη περίοδος για την σχέση μας τζιαι ο αποχωρισμός, ήταν η πιο σκληρή εμπειρία της ζωής μου. Την πρώτη φορά που την άφηκα πίσω μου στο αεροδρόμιο, ένιωθα ότι εξεκολλούσαν κομμάθκια που πάνω μου, καθώς εκατέβαινα τον διάδρομο για να πάω στην πύλη αναχώρησης. Η έλλειψη κάποιου που αγαπάς, εν αδίσταχτο συναίσθημα.
Βοηθά σε όμως, αμα τον έσιεις να τον εκτιμάς, να θωρείς στο παρελθόν τζιαι να καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό ένει , απλά να τον έσιεις δίπλα σου.
Το καλοκαίρι πριν να φύει για την Αμερική, επύαμε μαζί διακοπές στην Πόλη της Χρυσοχούς, στο κάμπινγκ. Εμένα πάντα άρεσκε μου το κάμπινγκ έτσι έμαθε το τζιαι η γενέκα μου. Ήμαστε με άλλους φίλους, τζιαι ένα πρωί αποφασίσαμε να πάμε περίπατο στον Ακάμα.
Εφωρτοθήκαμε στο αυτοκίνητο του Σάββα τζιαι εξεκινήσαμε. Η αλήθκεια εν ότι εμένα εν με ενθουσίασε ποττέ ο Ακάμας. Εντάξει, μπορεί να πετύχεις ωραίες παραλίες, αλλά ως επι το πλείστον, ειδικά το καλοκαίρι, εν μια ασυστάριστη, ολοχώματη πλάτσα με θέα προς την θάλασσα. Έχουμε 1-2 σημεία που πάμε τζιαι κολυμπούμε, αλλά τες παραπάνω φορές απλά διασχίζουμεν τον με το αυτοκίνητο, νομίζω απλά για να τον διασχίσουμε.
Η Στέλλα εν ήταν καλά, ούλλη μέρα. Ήταν μαραζωμένη, εν εμίλαν τζιαι εκάπνιζε σκεφτική. Γενικά ακόμα τζιαι σήμερα, η Στέλλα έννεν τζιαι ο πιο ομιλητικός άνθρωπος. Άμα έσιει κάτι όμως, εν αδύνατο να της φκάλεις κουβέντα.
Είσιεν κάτι, τζιαι ήταν τα μάθκια της συνέχεια σκοτεινά. Τζιαι εγώ εθωρούσα την τζιαι εγίνουμουν κομμάθκια. Άμα αγαπάς κάποιον τζιαι θωρείς τον λυπημένο, εν σάννα τζιαι θωρείς το μεγαλύτερο κακό, την μεγαλύτερη απανθρωπιά, να γίνεται μπροστά σου. Ήξερα γιατί ήταν έτσι. Σε 1 μήνα είσιεν να φύει για την Αμερική, 23 ώρες ταξίδι το λλιότερο, τζιαι στην Κύπρο ίσιεν να είμαι εγώ.
Τα μωρά, μέχρι κάποια ηλικία, εν αντιλαμβάνουνται ότι έστω τζιαι αν δεν θωρείς κάτι, συνεχίζει να εν τζιαμέ. Γιαυτό τζιαι άμα φύεις που το δωμάτιο, κλαίν, επειδή νομίζουν ότι σταματάς να υπάρχεις. Έτσι εν τζιαι ο έρωτας στους μεγάλους. Αμα έν έσιεις τον άλλο δίπλα σου, νιώθεις ότι εν τον έσιεις καθόλου.
Εσταματήσαμε στην παραλία της Λάρας. Εβουττήσαμε λλίο τζιαι εκάτσαμε στην άκρια του κύμματος. Εφάκκαν μας τα πόθκια μας, κρυά η θάλασσα, τζιαι εδίαν μας που πάνω ο ήλιος του Αυγούστου. Εσιηψα που πάνω της τζιαι εφίλησα την. Όπως τες σκηνές σε κάτι ρομαντικές ταινίες του 70, μόνο που εν τη εθωρούσα στην οθόνη. Εζούσα την.
Εσηκώθηκε τζιαι έφυε. Είδα την που επαρπάτησε καμπόσο τζιαι έφτασε στην άλλη μερκά της παραλίας, κοντά σε κάτι βράχους. Για καμπόση ώρα έβλεπα την που επερηφέρετουν άσκοπα τζιαι ασυντόνηστα στην περιοχή τζιαμέ.
Έπρεπε να εν πιο απλό. Εν έπρεπε να εν τόσο πολύπλοκο, ούτε τόσο αγχωτικό. Εθώρουν την, σαν το θερκό να ποτυλίεται ποτζεί ποδά, πότε ήρεμα τζιαι πότε νευριασμένα τζιαι σπασμωδικά.
Εσυκώθηκα τζιαι εμάζεψα μέσα στην φανέλλα μου καμπόσες πέτρες που την θάλασσα. Διάφορα χρώματα τζιαι σχέδια.
Έκατσα, τζιαι προσεχτικά εζωγράφισα το όνομα της πάνω στην άμμο. Εδιακόσμησα το με τες πέτρες τζιαι έκαμα της τζιαι που πάνω μια καρδία. Εν μου έφαεν ώρα, ούτε ήταν δύσκολο. Ήταν κάτι που έκαμα επειδή ήθελα να την κάμω να νιώσει καλύτερα.
Εφώναξα της τζιαι ήρτεν δίπλα μου τζιαι είδεν το. Εν ξέρω τι ηλεκτρόδια ενωθήκαν μες τον εγκέφαλο της τζιαι τι κομμάθκια του πάζλ, αλλά αγκάλιασε με, εχαμογέλασε μου τζιαι είπε μου ότι αγαπά με.
Εν μια σκηνή, που εν όπως τον πίνακα μες τον νού μου. Εγώ, η Στέλλα γονατιστοί στην άμμο. Που την μια μερκά η θάλασσα, μπλέ να σιωνόννεται τζιαι να σπάζει το τραούδι των ζίζηρων του Ακάμα. Που την άλλη η άγρια, χωματσιασμένη βλάστηση που εν ξέρεις τι κρύφκει μέσα της. Κάτω που τον λάλλαρο της Κύπρου, στην άμμο, εμείς, το όνομα της τζιαι μια καρδία.
Τζιαι έναν κάθε εξάμηνον να γράφεις, εγώ θα έρκουμαι να σε θκιαβάζω διότι ότι γράψεις αισθάνουμαι το.