Βάλλω το πουκάμισό μου, το τζιν μου το καλό που εν το φορώ στη δουλειά άμπα τζαι χαλάσω το. Χτενίζουμαι, αρωματίζουμαι τζαι πιάννω την γεναίκα μου να πάμεν έξω. Το μωρό στην γιαγιά, κοκέττα η γεναίκα μου, τζαι μπροστά μας η προοπτική μιας ήσυχης και ρομαντικής νύχτας.
Ακολουθώντας τις προτάσεις κάποιων φίλων μας, που ζουν την χωρίς κοπελλούθκια ανέμελη ζωή των ζευγαριών λίγο πριν τα τριάντα, επιλέξαμε να πάμε σε ένα καινούργιο εστιατόριο, bar, lounge ή τελοσπάντων όπως αυτοαποκαλούνται πλέον οι τόποι όπου συχνάζει ο κόσμος.
Σε μια παλιά αγορά, με το μοντέρνο λουκ να δένει με το χωριάτικο. Το άσπρο laminate να συμπληρώνει την πουρόπετρα, τραπεζάκια ανάμεσα σε πάγκους που το πρωί πουλούν ψάρκα τζαι επιλογές στο μενού που τα μισά υλικά εν καταλάβεις πόθθεν έρκουνται. Οι κριτικές που έπιαννε ήταν καλές, οπόταν είπα «γιατί όχι; Εν δικαιούμαστε τζαι εμείς μια νύχτα να σμίξουμε με την κοσμική Λευκωσία τζαι να δειπνήσουμε γκουρμέ;».
Νωρίς- νωρίς λοιπόν εξεκινήσαμε να πάμε. Περνώντας που έξω, είδα μια παρέα να στέκεται στην είσοδο τζαι έναν τύπο να τους τσιακκάρει που πάνω ώς κάτω. Ήρταν στο νου μου αναμνήσεις που την εφηβεία, που επροσπαθούσαμε να μπούμε μες τα κλαμπ αλλά εν μας εβάλλαν επειδή εφαινούμαστεν μιτσιοί.
Τζείνην ακριβώς την εποχή, αποφασίσαμε ότι τούτη η συμπεριφορά εν υποτιμητική τζαι ότι εν θέλουμε να συμπεριφερούμαστε σαν «κοιμισμένοι πιγκουίνοι που στέκονται έξω από το μπαρ ο πορτιέρης να τους κρίνει». Τούτη η λογική, οδήγησέν μας να ανακαλύψουμε τον Σύμη τζαι την παλιά Λευκωσία, που στην ουσία, όπου έβρισκες τόπο εκάθεσουν. Ακόμα τζαι κάτω που το δεντρόν έξω που την Φανερωμένη.
Εχαλάστηκα νάκκο, αλλά είπα ότι έννα κάμω την υπέρβαση τζαι να κατεβώ που το αυτοκίνητο. Κοντεύκουμε της πόρτας, αντικόφκει μας ένα παιδί. Μαλλί περιποιημένο σπόντες, πουκάμισο, παντελόνι τζαι ένα λουκ επιμελώς ατημέλητου χίπστερ.
Θωρεί μας. Θωρούμεν τον. «Παρακαλώ», λαλεί. «Υπάρχει χώρος για δύο άτομα;», ρωτώ, με τα σιείλη μου να κολλιτσιάζουν που την ευγένεια. «Είμαστε γεμάτοι απόψε, συγγνώμη», είπε, τζαι έκαμε πως ετσιακκάρισκε την κκεττάπαν του.
Κρωθωρώ το εστιατόριο πίσω του. Όφκιερο. Νομίζω είδα τζαι πάλες με αγριόχορτα να τες παίρνει ο αέρας, όπως τες εγκαταλελειμμένες πόλεις στα γουέστερν. Εσκέφτηκα ότι μπορεί να καρτερά κανένα λεωφορείο του Χατζηλύκου μες στα επόμενα 20 λεπτά να καταφθάσει. Εν το εσυζήτησα όμως.
Προβληματίζει με τούτη η συμπεριφορά, τούτη η υπεροπτική, αποκλειστική αντιμετώπιση, ακόμα τζαι στα πιο απλά πράματα. Σαν κοινωνία κάποια στρώματα έχουν το ανάγκη, για τους δικούς τους λόγους. Ξέρω γω, παράλληλα σύμπαντα. Να με λείπει. Έπιασα την γεναίκα μου τζαι επήαμεν σε ένα φιλικό ταβερνάκι στην παλιά Λευκωσία τζαι επεράσαμεν υπέροχα.
Κάνε Share: