Εμπήκε μες την αποθήκη όπως τον φούρνο. Εκλότσησε μιαν όφκαιρη χάρτενη κάσ’ια που τα νεύρα του. Με τη δύναμη που εκλότσησε, το πόδι του ετρύπησε την κασιού τζ’αι επαγηδεύτηκε μέσα.
«Ασσιχτίρ, παλιόκασια» εφώναξε. Με το άλλο του πόδι εκούντησεν την να φκει τζ’αι με τα σι’έρκα του έσυρεν την έξω που την πόρτα.
«Σύναξε την που τον δρόμο ρε Κώτσιο τζ’αι εννά δώκει πάνω κανέναν αυτοκίνητο», είπαμε. «Να την συνάξετε εσείς που την εξαπολήσετε μες τη μέση του τόπου. Εγεμώσετε την αποθήκη σαγλιά».
Εγώ άμα τον θωρώ έτσι τον Κώτσιο, σιωπώ. Εν καλό κοπελλούι, αλλά αραιά τζ’αι πού σηκώνει κάτι περίεργες ιδιοτροπίες, νευριάζει με πράματα ασήμαντα τζ’αι γενικά ξεκινά να τα βάλλει με ούλλους τζ’αι με ούλλα. Άμα τον κόψεις σε έτσι φάση, εν φκάλλεις άκρα μαζί του. Ο Χρίστος ερώτησεν τον τι εσυνέβηκε, τζ’αι ήταν φουτουνιασμένος. «Έπιασε μου το ποδήλατό μου η αστυνομία», απάντησε ο Κώτσιος. Νευριασμένα, ετύληξε τα μανίτζ’ια πάνω τζ’αι επέταξε στο πάτωμα το μισοκαπνισμένο του τσιγάρο. Αμέσως άναψε άλλο. Εν μια περίεργη συνήθεια που έσ’ει. Άμα θέλει να δώσει έμφαση στον λόγο του, ανάφκει πάντα τσιγάρο, έστω τζ’αι αν δεν ετέλειωσε το προηγούμενο.
«Εγράψαν με οι κωλόμπατσοι, τάχα εβουρούσα μεθυσμένος».
Ο Χρίστος, πιο ήρεμος τζ’αι πιο πράος τουλάχιστον που τον Κώτσιο, αν όχι που ούλλους μας, ερώτησε «Εγράψαν σε πας το ποδήλατο;».
«Ναι ρε, πας το ποδήλατο. Αντί να έν έξω να βουρούν τους εγκληματίες, ταλαιπωρούν μας εμάς που εν εκάμαμε τίποτε». Πριν να ανοίξει άλλη κουβέντα ο Κώτσιος, αντέκοψεν τον ο Χρίστος. «Περίμενε, ρε Κώτσιο μου, είνταλος εν έκαμες τίποτε. Αφού λαλείς ήσουν μεθυσμένος».
«Ναι, αλλά οι μπάτσοι εν το ήξεραν ότι ήμουν μεθυσμένος. Εσταματήσαν με επειδή εβουρούσα με το ποδήλατο. Εκατέβαινα τον κατήφορο της Λάρνακος τζ’αι ήταν στημένοι στο τέλος, πα στα φώτα της Συνεργατικής».
«ΟΚ, τζ’αι πώς ανακαλύψαν ότι είσαι μεθυσμένος;».
«Εσταματήσαν με να μου κάμουν παρατήρηση ότι εν είχα διακριτικά φωσφορούχα για να φαίνουμαι μες τη νύχτα. Είπα τους τζ’αι εγώ ότι εν κομπλεξικοί, εν έχουν δουλειά να κάμνουν τζ’αι σταματούν τον κόσμο για να τον ταλαιπωρούν.»
«Τζ’αι μετά;»
«Μετά ενευριάσαν που τους είπα έτσι τζ’αι εκάμαν μου άλκοτεστ. Εφκάλαν μου δείχτη 140 τζ’αι επιάσαν μου το ποδήλατο μου για να το πάρουν στο τμήμα».
«Άρα, ρε Κώτσιο, έφταιες. Ήσουν μεθυσμένος, εν είσ’ες διακριτικά τζ’αι εξιτίμασές τους. Επερίμενες να μεν σε γράψουν δηλαδή;»
«Έν για να μας πιάννουν τα ριάλια μας ρε οι κωλόμπατσοι. Πως ήπια δκυο μπύρες τζ’αι εφκήκα πας στο ποδήλατο έκαμα έγκλημα;».
«Πολλές φορές ο τρόπος σκέψης σου αφήνει με άναυδο, ρε Κώτσιο», είπε ο Χρίστος τζ’αι έκοψε την κουβέντα.