«Ετέλειωσε, θα την πέψουμε πίσω στην χώρα της. Εννα πιερώννω εγιώ ππεζεβέγκ ππαρά για να κάμνει τη μόστρα της η μάνα σου τζαι ο τζύρης σου;»
Ούτε που εγύρισε να τον δεί. Ίσιωσε τον ζαρωμένο ττόρο, που είσιεν απλώσει την ράσιη του καναπέ, έπιασε τα πυκνά, μαύρα μαλλιά της με τα θκυό της σιέρκα τζαι με μια απότομη κίνηση, αράδιασε τα πάνω. Γερμένη πίσω, έφερε τα δάκτυλα της μεταξύ της φλορέντζας τζαι του προσώπου της αποφασιστικές κινήσεις, εξεκίνησε να καθαρίζει τες παρανυχίδες της.
Έσπρωξε ελαφρά το σιέρι της για να της τραβήξει την προσοχή, όσο δυνατά εχρειάζετουν για να της ππέσει η λίμα,. «’Εΐ, ρε Κώστα, τι θέλεις να σου πω.» απάντησε εκνευρισμένη.
«Να μου πεις να την πέψουμε πίσω στες Φιλιππίνες. Ξέρεις που την ήβρα σήμερα που έρεξα που ποτζεί;»
Έκλεισε τα μάθκια της τζαι εποφίσησε, προετοιμάζοντας τον εαυτό της για μια συζήτηση που μάλλον έγινε μεταξύ τους, άπειρες φορές. «Πού την ήβρες ρε αγάπη μου;» είπε του, πιο ήρεμη. Σάννα τζαι εκαταλάβε ότι με δυσκολία εννα εμπορούσε να δικαιολογήσει την κατάσταση.
«Εκάθετουν, λουμένη με την ρόπα στην βεράντα. Με τα πόθκια πα’ στες καρέκλες τζαι εθκιάβαζε Ραδιοπρόγραμμα. Που εν η ματάμ, ρά; Λαλώ της. Τζαι θωρώ την μάνα σου να έρκεται που μέσα με τον δίσκο.»
Εκόμπιασε, πριν να συνεχίσει την κουβέντα του. «Άμπα τζαι υπερβάλλω νάκκο;» εσκέφτηκε. Με πιο πολλή αγανάκτηση, για να καταπιέσει τες αμφιβολίες του, εσυνέχισε.
«Η μάνα σου έκαμε καφέ τζαι κουλλουράκια της δούλας. Τζαι ο τζύρης σου ήταν πανω σε τζείνη την παλιο-συτζιά τζαι έκοφκε σύκα να τα δοκιμάσουν ιμισίη επειδή εννα ππέσουν τζαι εν θα φάει κανένας.»
«Ούφφου ρε Κώστη, ύνταλως κάμνεις. Για ένα καφέ τωρά; Έτο εκάτσαν να πνάσουν μαζί. Ίντα που θέλεις, να την δέρνουν;».
Ίσια γυαλλίσαν τα μάθκια του Κωστή. «Ρε Δάφνη, μέν με φουτουνιάζεις. Την προηγούμενη Κυριακή επήραν την θάλασσα. Την Τρίτη το πρωί, επήρεν την η μάνα σου στον Καλαποδά να της ψουμνίσει φουστάνια. Τάχα εν μόνη της η κορούα τζαι εν κρίμα. Ήβρεν τα καλά της ψυσιής της η μαυρού. Ετέλειωσε, θα την πέψω πίσω.»
Θέλοντας να δώκει τέλος στην κουβέντα, τζαι να έσιει την τελευταία λέξη, πριν να του απαντήσει η Δάφνη, έπιασε το κοντρόλ τζαι άναψε την τηλεόραση. «Ούσσου τζαι έσιει νέα» είπε τζαι εδυνάμωσε την φωνή.
Η Δάφνη, έπιασε ξανά να καθαρίσει τα νύσια της. «Εντάξει Κωστή.» είπε «Που εννα την θκιώξεις τζαι ύστερα, να θυμάσαι να παέννεις εσύ ποτζεί να πίννεις καφέ μαζί τους τζαι να τρώεις σύκα με τον τζιύρη μου.»
«Έεεε, καλά. Που εβδομάδας θωρούμε τι εννα κάμουμε» απάντησε μέσα που τα δόντια του τζαι άλλαξε κανάλι.
σοφότατον και κυπριακότατον όπως πάντα.